Οι παράγοντες του πολυκομματισμού 25/01/2010
Posted by Dimitris Patsikas in Προπτυχιακές εργασίες, Πολιτική Ιστορία, Φοιτητικές μελέτες.Tags: παράγοντες, πλειοψηφικό σύστημα, πολυκομματισμός, σοσιαλισμός, αριστερά, αναλογικό σύστημα, δεξιά, δικομματισμός, εκλογικό σύστημα, θεσμοί, κόμματα, κομμουνισμός, ναζισμός
trackback
1. Εισαγωγή(*)
α. Τα κόμματα ως πολιτικοί θεσμοί
Πολιτικός θεσμός είναι ένα σύνολο διαλεκτικά διαρθρωμένων και αλληλεξαρτώμενων σχέσεων, δομών και μορφών του κοινωνικού βίου, που αναφέρονται στην οργάνωση, άσκηση ή διεκδίκηση της κρατικής εξουσίας[1]. Συνήθως οι πολιτικοί θεσμοί είναι και νομικοί, καθώς πλαισιώνονται από δικαιικούς κανόνες που ρυθμίζουν τη λειτουργία τους. Ειδικότερα, αν οι νομικοί αυτοί κανόνες περιέχονται στο Σύνταγμα κάποιου κράτους, τότε είναι και συνταγματικοί θεσμοί. Αλλά υπάρχουν και μη κατοχυρωμένοι σε συνταγματική διάταξη θεσμοί, οι οποίοι λειτουργούν στην πολιτική πρακτική, παρότι δεν έχουν καθιερωθεί νομικά. Χαρακτηριστικό ήταν και το παράδειγμα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων που, ενώ η δράση τους στη χώρα μας προσδιόριζε σημαντικά το χαρακτήρα και τη λειτουργία του πολιτεύματος, το Συνταγματικό δίκαιο επέμενε -όχι ανεξήγητα- να αγνοεί ή να υποβαθμίζει τη θεσμική παρουσία τους[2].
Και όμως, τα κόμματα, έστω και αν δεν είχαν ακόμη καθιερωθεί ως συνταγματικός ή γενικότερα νομικός θεσμός, αποτελούσαν πολιτικό θεσμό στο βαθμό που μετείχαν στο σχηματισμό της πολιτικής βούλησης του εκλογικού σώματος, επηρέαζαν και διεκδικούσαν μέσω της Βουλής την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, με το Σύνταγμα του 1975 (βλ. άρθρο 29) η ιστορία του θεσμού των πολιτικών κομμάτων μπαίνει σε μια νέα φάση. Ο συνταγματικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας πια το κόμμα ως συνταγματικό θεσμό, επικυρώνει και νομικά την πολιτειακή πραγματικότητα[3]. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς και μέσω της σχετικής διάταξης του γαλλικού Συντάγματος της 5ης Δημοκρατίας[4]. Πράγματι, όλα τα κόμματα είναι αποδεκτά στην πολιτική ζωή αρκεί να σέβονται τις βάσεις του φιλελεύθερου αστικού κράτους, που με τη σειρά του οδηγείται στην αποδοχή όλων των κομμάτων, όποια κι αν είναι η οργάνωση και η ιδεολογία τους, εκτός από εκείνα που θα επέφεραν την εξαφάνισή του (π.χ. φασιστικά κόμματα)[5].
β. Δικομματισμός ή πολυκομματισμός
Παρότι σε ορισμένες φιλελεύθερες χώρες, κυρίως αγγλοσαξονικής καταγωγής (Μεγάλη Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία), επικρατεί ο δικομματισμός, στην πλειοψηφία τους οι δυτικές δημοκρατικές χώρες εφαρμόζουν τον πολυκομματισμό. Η διαφοροποίηση αυτή συνίσταται σε διάφορους λόγους που ξεκινούν από την ιστορική παράδοση κάθε χώρας και φτάνει ως την αντίληψη κάθε λαού ως προς τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να παρατεθούν συνοπτικά, αλλά και με την προσθήκη παραδειγμάτων μέσα από την πολιτική ιστορία, οι παράγοντες που οδηγούν στον πολυκομματισμό – και παράλληλα να επισημανθούν οι ουσιώδεις διαφορές με το δικομματικό σύστημα.
2. Κοινωνικοί παράγοντες
α. Οι ταξικές συγκρούσεις
Για τον Μακφέρσον, ο ρόλος του συστήματος κομμάτων στη δημοκρατία είναι να μετριάζουν και να συγκρατούν τις ταξικές συγκρούσεις[6]. Μήπως ένα πολυκομματικό σύστημα είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στη λειτουργία αυτή από ένα δικομματικό; Όλα εξαρτώνται από το βαθμό ακαμψίας της κοινωνικής στρωμάτωσης και από τη βαθύτητα της ταξικής συνείδησης. Ένα πολυκομματικό σύστημα αντιμετωπίζει τόσο λιγότερες δυσκολίες στην εδραίωσή του, όσο πιο προωθημένη είναι η κοινωνική στρωμάτωση, και είναι τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο πιο παγιωμένη είναι η ταξική συνείδηση[7].
Κατά το 19ο αιώνα, η διαμάχη των συντηρητικώνκαι των φιλελεύθερωνκομμάτων μετέφραζε μια ταξική σύγκρουση ανάμεσα στην έγγεια αριστοκρατία και στη βιομηχανική και εμπορική τάξη. Στη συνέχεια, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη της βιομηχανίας και του προλεταριάτου δημιουργεί μια τρίτη πολιτικοκοινωνική δύναμη, που δυναμώνει και οργανώνεται μέσω των σοσιαλιστικών κομμάτων. Η διαμάχη μεταξύ καπιταλιστών-σοσιαλιστώνπροστίθεται στη διαμάχη συντηρητικών-φιλελεύθερων. Είναι η εποχή κατά την οποία ο δικομματισμός παραχωρεί τη θέση του στον τρικομματισμό. Το φαινόμενο αυτό γίνεται με σαφήνεια αντιληπτό στη Μεγάλη Βρετανία, στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία και στο Βέλγιο.
Ορισμένες χώρες πετυχαίνουν να αντικαταστήσουν το πρώτο κοινωνικοπολιτικό σχίσμα με το δεύτερο, αντί να τα επιπροσθέτουν. Η περίπτωση αυτή εμφανίζεται με καταφανή τρόπο στη Μεγάλη Βρετανία, όπου, μετά από μια περίοδο σύγχυσης (1922-1931), αναβιώνει και πάλι ένας νέος δικομματισμός. Και αλλού επίσης, η ανάπτυξη του σοσιαλισμού ωθεί τους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους να συγκλίνουν. Σήμερα, που η πολιτική ελευθερία έχει εδραιωθεί και που οι συντηρητικοί δεν σκέφτονται πια να την αμφισβητήσουν, τα στοιχεία σύγκλισης υπερισχύουν: δηλαδή αναπτύσσεται η κοινή μέριμνα για τη διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ελεύθερης επιχείρησης. Επομένως, είτε οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι συγχωνεύονται, είτε η φιλελεύθερη εκλογική πελατεία εγκαταλείπει το φιλελεύθερο κόμμα για να υποστηρίξει εκλογικά τους συντηρητικούς.
Έτσι ένας νέος δικομματισμός αντικαθιστά τον παλιό. Το παλιό σχίσμα συντηρητικών-φιλελεύθερων σβήνει προς όφελος ενός νέου σχίσματος μεταξύ καπιταλιστών-σοσιαλιστών, που εκφράζει τη νέα ταξική πάλη. Το ουσιώδες έγκειται στην επιστροφή αυτή σε ένα και μοναδικό σχίσμα, που αποτελεί την ίδια τη βάση του δικομματισμού[8].
β. Το παράδειγμα της Γαλλίας
Άλλα έθνη, από την πλευρά τους, δεν έφτασαν ακόμα στο σημείο να ξεπεράσουν και να απλοποιήσουν αυτές τις διαδοχικές διαιρέσεις. Είναι κυρίως η περίπτωση της Γαλλίας, που αριθμεί τέσσερις μεγάλες πολιτικές οικογένειες: τους κομμουνιστές, τους σοσιαλδημοκράτες, τους φιλελεύθερους δημοκράτες και τους συντηρητικούς. Πράγμα που, προφανώς, ισοδυναμεί με την αλληλεπικάθηση δύο διαδοχικών σχισμάτων:του σχίσματος συντηρητικών-φιλελεύθερων και του σχίσματος καπιταλιστών-σοσιαλιστών. Ένα δεύτερο σχίσμα (υπέρ ή ενάντια στο σοσιαλισμό) έχει επιπροστεθεί στο πρώτο (υπέρ ή ενάντια στη φιλελεύθερη δημοκρατία), χωρίς να το αντικαταστήσει.
Ο Γκι Μολέ, πρώην γενικός γραμματέας της S.F.I.O.[9], είχε προβεί εναργώς σε αυτή τη διάκριση των γαλλικών πολιτικών παρατάξεων σε τέσσερα μεγάλα ρεύματα σκέψης:
Α. Τους συντηρητικούς, που είναι προσδεμένοι με τον καπιταλισμό στον οικονομικό τομέα και με τον αυταρχισμό στο πολιτικό τομέα.
Β. Τους φιλελεύθερους, που ενδιαφέρονται να διατηρήσουν το καπιταλιστικό καθεστώς -ορισμένοι εξανθρωπίζοντάς το-, αλλά που παραμένουν οπαδοί της πολιτικής δημοκρατίας.
Γ. Τους σοσιαλιστές, που είναι αποφασισμένοι να δημιουργήσουν ένα σοσιαλιστικό σύστημα στον οικονομικό τομέα και με πολιτική δημοκρατία.
Δ. Τους κομμουνιστές, οπαδούς μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, οι οποίοι όμως μέχρι σήμερα, στις χώρες που κυβερνούν, δεν χρησιμοποίησαν στο επίπεδο της πολιτικής παρά μόνο τον αυταρχισμό[10].
3. Ιδεολογικοί και θρησκευτικοί παράγοντες
α. Η άνοδος του κομμουνισμού
Στη Γαλλία, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο πολυκομματισμός επιβαρύνθηκε λόγω ενός κυρίως ιδεολογικού παράγοντος: η άνοδος του μαρξισμού-λενινισμού στη Ρωσία με την επανάσταση του 1917 προκάλεσε μια διαίρεση των λαϊκών δυνάμεων. Τα σοσιαλιστικά κόμματα στην πλειοψηφία τους αρνήθηκαν να συμμαχήσουν με την 3η Διεθνή, που κατευθυνόταν από τη Μόσχα. Έτσι, προέκυψαν διασπάσεις καθώς και η εμφάνιση, δίπλα στα σοσιαλιστικά κόμματα, των κομμουνιστικών κομμάτων. Στο μέτρο που τα τελευταία αυτά κόμματα παρέμεναν ανίσχυρα σε ορισμένες χώρες (Μεγάλη Βρετανία, χώρες Κοινοπολιτείας, Βέλγιο, Ολλανδία, Σκανδιναβία), δεν μετέβαλαν καθόλου το πολιτικό παιχνίδι. Στις χώρες όμως όπου έγιναν ισχυρά -όπως στη Γερμανία από το 1919 μέχρι το 1933, στη Γαλλία, στην Ιταλία μετά το 1945 και την πτώση του φασισμού, στη Φινλανδία- ενίσχυσαν τον πολυκομματισμό, κάνοντας ακόμα πιο σύνθετο το κομματικό σύστημα[11].
β. Οι ανακατατάξεις της δεξιάς
Στο ίδιο αποτέλεσμα συμβαίνει και με την εμφάνιση της φασιστικής ιδεολογίας, ως προς τις (ακρο)δεξιές ιδεολογίες. Στη διάρκεια του μεσοπόλεμου, έρχεται να κάνει περισσότερο σύνθετο το πολιτικό τοπίο της δεξιάς σε πολλές χώρες: στην Ιταλία (φασισμός), στη Γερμανία (ναζισμός), στο Βέλγιο (ρεξισμός), στη Γαλλία (με τους συνδέσμους «Ligues», το γαλλικό Λαϊκό Κόμμα, και το γαλλικό Κοινωνικό Κόμμα). Οι ήττες στο πεδίο της μάχης και τα εγκλήματα, πρωτίστως, του Χίτλερ και, δευτερευόντως, του Μουσολίνι επέφεραν προφανώς ένα σοβαρό πλήγμα στο πολιτικό τοπίο του φασισμού. Ωστόσο, τα φασιστικά κόμματα συνεχίζουν να διατηρούν μια πολύ πιο περιορισμένη βεβαίως, αλλά πραγματική απήχηση σε διάφορα μέρη: στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, κ.α. Η επιβίωση της ιδεολογίας αυτής της άκρας δεξιάς επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τον πολυκομματισμό.
Η συνέπεια είναι η ίδια και για μια άλλη σχολή σκέψης: τη χριστιανοδημοκρατία, που οργανώνεται σε κινήματα κυρίως μετά το 1944-1945. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο πολυκομματισμός ενισχύεται, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, όπου το Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα προστίθεται στους προηγούμενους σχηματισμούς. Σε άλλες περιπτώσεις αντίθετα, τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα καταλήγουν να υποκαθιστούν ή να απορροφούν τις προϋπάρχουσες συντηρητικές ή φιλελεύθερες τάσεις. Το κέντρο βάρους τους βρίσκεται συχνά στη δεξιά (βελγικό και ολλανδικό χριστιανοκοινωνικό κόμμα, αυστριακό λαϊκό κόμμα και γερμανικό C.D.U.) και ορισμένες φορές στο κέντρο (ιταλική Χριστιανική Δημοκρατία)[12].
γ. Οι εκκλησιαστικές διαμάχες
Συνολικά οι ιδεολογικοί παράγοντες συνεισέφεραν σαφώς στον πολλαπλασιασμό των ευρωπαϊκών κομμάτων. Στις μέρες μας παίζουν το ρόλο που έπαιζαν άλλοτε οι θρησκευτικοί παράγοντες, όταν σε χώρες θρησκευτικού πλουραλισμού, οι διαμάχες ανάμεσα σε εκκλησίες υπερίσχυαν των κατεξοχήν πολιτικών διαμαχών και προκαλούσαν τη διάσπαση της μιας και της άλλης τάσης σε περισσότερα κόμματα.
Η περίπτωση της Ολλανδίας είναι παραδειγματική. Κατά τον 19ο αιώνα, προτεστάντες και καθολικοί δημιουργούν δύο διαφορετικά συντηρητικά κόμματα. Στη συνέχεια, καθώς σκιαγραφείται μια συνεργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των συντηρητικών μερών των δύο πλευρών, προκαλείται μια διάσπαση στους κόλπους του προτεσταντικού συντηρητικού κόμματος, ανάμεσα σε οπαδούς και σε αντιπάλους της πιθανής συνεργασίας. Μέσω αυτού του θρησκευτικοπολιτικού πλουραλισμού εξηγείται και η παράλληλη ύπαρξη, μέχρι πρόσφατα, τριών συντηρητικών κομμάτων: ενός καθολικού (χριστιανοκοινωνικό κόμμα) και δύο προτεσταντικών (αντεπαναστατικό και χριστιανοδημοκρατικό κόμμα)[13].
4. Ιστορικοί και εθνικοί παράγοντες
α. Η διαίρεση της δεξιάς στη Γαλλία
Κάθε έθνος βρίσκει στην ιστορία και την κουλτούρα του ιδιαιτερότητες που υποκινούν επιπλέον κομματικές διαιρέσεις.
Στη Γαλλία του 19ου αιώνα για παράδειγμα, οι ιστορικές συνθήκες υποκίνησαν έριδες νομιμότητας και διαίρεσαν τη δεξιά παράταξη σε τρεις τάσεις: τη νομιμόφρονα, την ορλεανική και τη βοναπαρτική. Από αυτή τη συγκεκριμένη ιδιότυπη ιστορική πραγματικότητα και παράδοση προκύπτει η έλλειψη μιας οργανωμένης και συμπαγούς δεξιάς, που χαρακτήρισε για μεγάλο χρονικό διάστημα το γαλλικό κομματικό σύστημα[14].
β. Το ιδιότυπο κομματικό σύστημα της Σουηδίας
Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε τις ιστορικές συνθήκες που δημιουργούνται στη Σκανδιναβία από την ύπαρξη αγροτικών κομμάτων, τα οποία είναι ανύπαρκτα στις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στη Γαλλία, υπό το παλαιό καθεστώς, οι αγρότες δεν διέθεταν αυτόνομη εκπροσώπηση: η Γενική Συνέλευση των Τάξεων δεν περιελάμβανε παρά μόνο τρεις τάξεις (τον κλήρο, τους ευγενείς, και την τρίτη τάξη, την οποία εκπροσωπούσε ουσιαστικά η αστική τάξη της πόλης). Ως εκ τούτου, συνηθισμένη σ’ αυτή την απουσία πολιτικής αυτονομίας, οι αγρότες δεν οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε αυτόνομα κόμματα. Απλά χρησίμευαν ως τάξη παροχής υποστήριξης, αρχικά της αριστοκρατίας και στη συνέχεια της ανερχόμενης αστικής τάξης.
Στη Σουηδία, αντίθετα, το Κοινοβούλιο του 1643 περιλάμβανε τέσσερις τάξεις: τον κλήρο, την αριστοκρατία, την αστική και την αγροτική τάξη. Επειδή οι βόρειες χώρες δεν γνώρισαν τη φεουδαρχία, η αγροτική τάξη διέθετε ήδη ξεχωριστή εκπροσώπηση. Γι’ αυτό προέκυψε και ο σχηματισμός, στη συνέχεια, αγροτικών κομμάτων, καθώς και η πρωτοτυπία των σκανδιναβικών κομματικών συστημάτων, που είναι θεμελιωμένα στην ύπαρξη τεσσάρων κύριων κομμάτων (συντηρητικά, φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά και αγροτικά)[15].
γ. Οι εθνοτικές συγκρούσεις
Ένας άλλος τύπος ιδιαιτερότητας που δημιουργεί επίσης επιπρόσθετες κομματικές διαιρέσεις είναι η ύπαρξη, σε ορισμένες χώρες, ξεχωριστών εθνικών ομάδων, που οργανώνονται σε εθνικιστικά κόμματα, για να διεκδικήσουν καλύτερα την ανεξαρτησία τους. Από τις διαμάχες αυτές των εθνικοτήτων προέκυψαν το πολωνικό, το τσέχικο και το κροατικό κόμμα στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία, όπως ακόμα το ιρλανδικό κόμμα στη Μεγάλη Βρετανία πριν από την ανεξαρτησία της Ν. Ιρλανδίας. Το ίδιο συνέβη και με το γερμανικό κόμμα των Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία πριν από το 1939, αλλά και τα φλαμανδικά εθνικιστικά κόμματα στο Βέλγιο, τα ουαλικά και τα σκοτσέζικα εθνικιστικά κόμματα[16]. Επίσης, παρόμοια κατάσταση απαντάται συχνά στις αποικιοποιημένες χώρες που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Σε πολλές χώρες, λοιπόν, ιδιαίτερα σχίσματα (ιστορικά, εθνικά, θρησκευτικά, κοινωνικό-επαγγελματικά, κτλ.) προστίθενται στις γενικές διαμάχες (συντηρητικοί ενάντια σε φιλελεύθερους, καπιταλιστές ενάντια σε σοσιαλιστές), πολλαπλασιάζοντας έτσι τον αριθμό των κομμάτων.
5. Οι θεσμικοί παράγοντες – το εκλογικό σύστημα
Το εκλογικό σύστημα είναι η πιο βασική ίσως θεσμική παράμετρος της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας[17]. Από την επιλογή εκλογικού συστήματος εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, η διάταξη των κομματικών δυνάμεων και η διαμόρφωση του κομματικού συστήματος – σε δικομματικό ή πολυκομματικό. Όπως υπερθεμάτιζε ο Μιάιγ, στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι πιο πολιτικό από την επιλογή του εκλογικού συστήματος.
α. Οι τύποι εκλογικών συστημάτων
Στη νομοθεσία των δυτικών φιλελεύθερων κρατών συναντώνται περισσότερα από ένα εκλογικά συστήματα: 1. το μονοεδρικό ή πολυεδρικό σύστημα (εκλογή ενός ή περισσότερων βουλευτών κατά εκλογική περιφέρεια), 2. το πλειοψηφικό σύστημα ή της αναλογικής εκπροσώπησης (εκλέγονται οι βουλευτές που συγκεντρώνουν τις περισσότερους ψήφους ή αντίθετα, οι βουλευτές που εκλέγονται εκπροσωπούν διαφορετικές τάσεις του εκλογικού σώματος), 3. η άμεση ή έμμεση εκλογή (ένας ή περισσότεροι γύροι επιτρέπουν την ανάδειξη του εκλεγμένου), 4. η καθολική ή μη ψηφοφορία[18].
Στον κατάλογο αυτό μπορούμε να προσθέσουμε και τις διάφορες τεχνικές που εφαρμόζονται σε περίπτωση συνδυασμού των ανωτέρω περιπτώσεων, όπως το πολυεδρικό σύστημα με ή χωρίς δικαίωμα διαγραφής -panachage-, τροποποίησης δηλαδή του ψηφοδελτίου από τον εκλογέα. Επίσης, συχνά υπάρχει και η λεγόμενη «δεύτερη κατανομή»[19].
Πλέον, είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη πως ένα ορισμένο εκλογικό σύστημα γεννά ένα καθορισμένο τύπο δημοκρατίας. Όπως υποστήριζε ο Ντιβερζέ, το πλειοψηφικό -κυρίως μ’ ένα γύρο, που εφαρμόζεται στην Αγγλία- καταλήγει σε μια συνένωση διαφορετικών απόψεων σε δύο μεγάλα «στρατόπεδα», που συχνά είναι ελάχιστα ομοιογενή αλλά αναγκαστικά πειθαρχημένα, γιατί επιδιώκουν κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Πράγματι, με το σύστημα αυτό, επιτυχόντες υποψήφιοι είναι όσοι ήρθαν πρώτοι, ενώ όσοι ήρθαν δεύτεροι δεν ανταμείβονται καθόλου για την προσπάθειά τους. Άρα το σύστημα είναι εξαιρετικά αυστηρό για τους μειοψηφούντες. Από την άλλη πλευρά, είναι σύστημα αποτελεσματικό, διότι αναδεικνύει μια αναμφισβήτητη πλειοψηφία.
Απεναντίας, η αναλογική εκπροσώπηση ευνοεί την πολυδιάσπαση και την αυτονομία των πολιτικών δυνάμεων που γρήγορα θα κατέληγε σε ασταθείς κυβερνήσεις συνεργασίας. Βέβαια, εξασφαλίζει σε κάθε τάση τη δυνατότητα να εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο αναλογικά με τον αριθμό των ψήφων που κέρδισε. Αυτό το σύστημα είναι προφανώς δικαιότερο, αλλά συγχρόνως καταλήγει στην ανεξαρτησία των διάφορων κομμάτων που μετέχουν στο εκλογικό παιχνίδι. Γι’ αυτό έχει τη φήμη του μη αποτελεσματικού συστήματος[20].
β. Οι τρεις νόμοι του Ντιβερζέ
Σε πολλές περιπτώσεις οι θεσμικοί παράγοντες -και κυρίως τα εκλογικά συστήματα- ευνοούν επίσης τον πολλαπλασιασμό των κομμάτων. Ήδη από το 1946, ο Ντιβερζέ υπογράμμισε την επίδραση των εκλογικών συστημάτων στη διαμόρφωση των κομματικών συστημάτων, διατυπώνοντας τρεις κοινωνιολογικούς νόμους:
Α. Η αναλογική εκπροσώπηση τείνει στον πολυκομματισμό.
Β. Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους τείνει σε έναν περιορισμένο πολυκομματισμό μέσω συμμαχιών.
Γ. Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε ένα γύρο τείνει στο δικομματισμό.
Κατά πρώτο λόγο (Α), η αναλογική εκπροσώπηση οδηγεί σε ένα σύστημα ποικίλων και ανεξάρτητων μεταξύ τους κομμάτων. Αφενός είναι ποικίλα, καθώς οι έδρες διανέμονται αναλογικά σύμφωνα με τον αριθμό ψήφων, κι έτσι κάθε μειοψηφία, όσο αδύναμη κι αν είναι, έχει εξασφαλισμένη μια εκπροσώπηση. Ο καθένας μπορεί λοιπόν να κυνηγήσει την τύχη του, πράγμα από το οποίο προκύπτει και η κατάτμηση ακόμη και της ίδιας τάσης σε πολλά κόμματα, τα οποία δεν ξεχωρίζουμε παρά μόνο με απλές αποχρώσεις. Αφετέρου είναι ανεξάρτητα, διότι η συμμαχία μεταξύ κομμάτων δεν προσφέρει ιδιαίτερα εκλογικά πλεονεκτήματα.
Όσον αφορά στο δεύτερο νόμο (Β), το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους οδηγεί σε ένα σύστημα ποικίλων και αλληλεξαρτώμενων κομμάτων. Από τη μια, είναι (πάλι) ποικίλα, καθώς τα κόμματα που είναι συγγενικά μεταξύ τους, μπορούν να κατέλθουν στον εκλογικό στίβο διασκορπισμένα στον πρώτο γύρο, χωρίς η γενική τάση που επικαλούνται να διατρέξει μεγάλο κίνδυνο. Από την άλλη, είναι όμως αλληλεξαρτώμενα, διότι ο δεύτερος γύρος ωθεί τα συγγενικά κόμματα να σχηματίσουν ενιαίο μέτωπο ενάντια στον κοινό αντίπαλο, συνάπτοντας συμμαχίες. Ωστόσο, οι παραιτήσεις και οι συμμαχίες του δεύτερου γύρου δεν μπορούν παρά μόνο ενμέρει να επανορθώσουν τη διασπορά του πρώτου γύρου. Βέβαια, η διαφορά με την αναλογική εκπροσώπηση που δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο πολυκομματισμό είναι πραγματική. Όμως, έστω και περιορισμένος λόγω συμμαχιών, ο πολυκομματισμός παραμένει.
Τέλος, ο Ντιβερζέ υποστηρίζει ότι το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε ένα γύρο οδηγεί στο δικομματισμό (Γ). Κάτω από την απειλή της νίκης της αντίπαλης παράταξης, οι συγγενικές τάσεις είναι αναγκασμένες να συνασπισθούν. Για παράδειγμα, αν σε μια εκλογική περιφέρεια, η αριστερά και η δεξιά μπορούν να συγκεντρώσουν αντίστοιχα 60.000 και 40.000 εκλογείς, τότε στην περίπτωση που εμφανιστούν δύο υποψήφιοι της αριστεράς, ενώ η δεξιά αποδέχεται την ενότητα της μιας υποψηφιότητας, οπωσδήποτε θα υπερισχύσει η τελευταία. Δεν θα υπάρξει δεύτερος γύρος για την αριστερά, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει μια συμμαχία με την παραίτηση του ενός υποψήφιου. Με βάση τη σκληρότητα του ενός και μοναδικού γύρου, κάθε διαίρεση των συγγενικών τάσεων θα είναι μοιραία. Τα κόμματα που ανήκουν στο ίδιο μεγάλο ρεύμα της κοινής γνώμης (δεξιά ή αριστερά) παρακινούνται επομένως να συνασπισθούν ή να συγχωνευθούν[21].
Επίσης, οι εκλογείς φροντίζοντας να μη «χαθεί» η ψήφος τους και σκεπτόμενοι να ψηφίσουν με «χρήσιμο» τρόπο, οδηγούνται στο να προσφέρουν την εμπιστοσύνη τους μόνο στα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν τη δυνατότητα να επικρατήσουν. Αναπότρεπτα, οι ψήφοι πολώνονται στα δύο πιο «αξιόπιστα» κόμματα και αφαιρούνται από δυνάμεις μικρότερης βαρύτητας. Οι τελευταίες εξαφανίζονται βαθμιαία από την εκλογική σκηνή[22].
Με τον τρόπο αυτό, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε ένα μόνο γύρο λειτουργεί ταυτόχρονα σαν επιβραδυντής και σαν επιταχυντής: αφενός σαν επιβραδυντής, διότι σχηματίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα φραγμό στην εμφάνιση ενός νέου κόμματος, όσο το τελευταίο δεν εξασφαλίζει ηγετική θέση και αφετέρου σαν επιταχυντής, διότι άπαξ και διανοιχτεί η διέξοδος αυτή, το σύστημα αυτό επισπεύδει την εκλογική παρακμή του υποσκελισμένου κόμματος.
Ο διπλός αυτός ρόλος γίνεται σαφώς αντιληπτός στη Μεγάλη Βρετανία. Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε ένα γύρο, στην αρχή (πριν από το 1918), τροχοπέδησε και στη συνέχεια επιτάχυνε την εκλογικήεπιτυχία των εργατικών, σε βάρος των φιλελεύθερων, οι οποίοι μετά το 1935 σχεδόν εξαφανίστηκαν από την εκλογική σκηνή. Η φιλελεύθερη πελατεία ήταν έκτοτε αναγκασμένη να επιλέγει μεταξύ συντηρητικών και εργατικών. Αυτό το εκλογικό σύστημα επέτρεψε και επιτάχυνε την αντικατάσταση ενός δικομματισμού με έναν άλλο.
Αντίθετα, το αναλογικό εκλογικό σύστημα προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα. Χωρίς να στρεφόμαστε προς την απαισιόδοξη και ηθικολογική ανάλυση του Χέρμενς[23], που διαβλέπει στην αναλογική εκπροσώπηση την αιτία της ευρωπαϊκής «αναρχίας», πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σύστημα αυτό καταγράφει πιστά όλες τις αποχρώσεις και τις παραλλαγές της κοινής γνώμης. Έστω και με ένα μέτριο αριθμό ψήφων, ένα νέο κόμμα μπορεί να εισέλθει στην κοινοβουλευτική σκηνή. Έστω και με έναν ακόμα πιο περιορισμένο αριθμό ψήφων, ένα παλιό κόμμα που βρίσκεται στην παρακμή του καταφέρνει να διατηρεί μια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση[24].
Η περίπτωση του Βελγίου είναι παραδειγματική: κατά το 19ο αιώνα, το Βέλγιο εμφάνιζε ένα δικομματικό σύστημα, που αντιπαρέθετε συντηρητικούς και φιλελεύθερους. Αλλά στο Βέλγιο, οι συντηρητικοί συνασπίσθηκαν με τους φιλελεύθερους για να καταργήσουν το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και να το αντικαταστήσουν με την αναλογική εκπροσώπηση (1899). Η επιχείρηση σωτηρίας πέτυχε, καθώς από τη χρονολογία εκείνη, η παρακμή του φιλελεύθερου κόμματος υφίσταται μια σαφή επιβράδυνση. Σε τέτοιο σημείο ώστε και σήμερα ακόμη το Βέλγιο παρουσιάζει έναν άνισο τρικομματισμό με δύο μεγάλα κόμματα (το χριστιανοκοινωνικό και το σοσιαλιστικό που συγκεντρώνουν συνήθως περισσότερα από τα 4/5 των ψήφων) και έναν πιο μικρό σχηματισμό (το φιλελεύθερο κόμμα που συγκεντρώνει ένα ποσοστό μεταξύ 10% και 15% των ψήφων)[25].
Στη Γερμανία και στην Αυστρία οι ίδιες αιτίες δημιουργούν τα ίδια αποτελέσματα. Και εκεί επίσης, δίπλα σε δύο ισχυρούς σχηματισμούς επιβιώνει ένα μικρό φιλελεύθερο κόμμα, που θα είχε εξαφανιστεί αν τοποθετούνταν ένα απόλυτα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Για μια ακόμη φορά, είναι τα αναλογικά στοιχεία του εκλογικού συστήματος εκείνα που επιτρέπουν την επιβίωση ενός τρίτου φιλελεύθερου κόμματος. Και στις μέρες μας, στη θέση ενός πραγματικού δικομματισμού, υπάρχει ένας ατελής δικομματισμός με «δυόμισι κόμματα».
γ. Η εμβέλεια των νόμων του Ντιβερζέ
Χωρίς να τασσόμαστε με τις συχνά υπερβολικές κριτικές, που διατυπώθηκαν ενάντια στους νόμους αυτούς, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η επίδραση των εκλογικών μεθόδων ούτε αυτόματη ούτε απομονωμένη είναι.
Καταρχήν η σχέση ανάμεσα σε εκλογικά καθεστώτα και συστήματα κομμάτων δεν είναι προφανώς αυτόματη ή μηχανική. Ένα εκλογικό καθεστώς δεν δημιουργεί αναγκαστικά ένα αντίστοιχο σύστημα κομμάτων. Μακριά από το να έχουν μια απόλυτη αξία οι νόμοι αυτοί είναι ενδεικτικοί τάσεων. Δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υποδεικνύουν έναν πιθανό προσανατολισμό. Η λειτουργία τους όμως μεταβάλλεται ή συναντά αντίσταση από την παρέμβαση των άλλων προαναφερθέντων -και μη- παραγόντων.
Πράγμα που σημαίνει, ουσιαστικά, ότι η εκλογικού τύπου δράση δεν είναι απομονωμένη. Το εκλογικό σύστημα δεν αποτελεί παρά μόνο ένα στοιχείο ανάμεσα στα άλλα κοινωνικά στοιχεία, που συχνά μπορούν να ασκούν μια αντίθετη επίδραση. Όπως υπενθύμιζε ο Λαβό, δεν αποτελεί παρά «ένα μικροπράγμα» απέναντι στους πολλαπλούς παράγοντες (εθνικούς, ιστορικούς, ιδεολογικούς, κτλ.) που επηρεάζουν την πολιτική ζωή μιας χώρας[26].
δ. Τα εκλογικά συστήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Η έρευνα των εκλογικών συστημάτων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις βουλευτικές εκλογές των χωρών με σταθερή, στα μεταπολεμικά τουλάχιστον (από το 1945) χρόνια, δημοκρατική παράδοση δείχνει υπεροχή των διαφόρων παραλλαγών αναλογικής, κατεξοχήν μάλιστα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση των 12 -ως τις 31/12/1994- οκτώ εταίροι της Ελλάδας (Γερμανία, Ισπανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Δανία, Λουξεμβούργο) εφαρμόζουν αναλογικά συστήματα, εκ των οποίων οι έξι (όλα τα ανωτέρω κράτη εκτός της Γερμανίας και της Δανίας) σύμφωνα με σχετικές επιταγές των εθνικών συνταγμάτων τους. Οι υπόλοιπες τρεις χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία) εφαρμόζουν συστήματα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο πλειοψηφικά, χωρίς πάντως να υπάρχει σχετική συνταγματική ρύθμιση. Εξάλλου, αναλογικά συστήματα εφαρμόζουν και τα τρία μέλη που εισήλθαν στην Ε.Ε. από 1/1/1995: Αυστρία (βάσει συνταγματικής διάταξης), Φινλανδία και Σουηδία[27].
(*) Η ανωτέρω εργασία παραδόθηκε γραπτώς στον καθηγητή Γιώργο Αναστασιάδη στα πλαίσια του μαθήματος Σύγχρονης Ελληνικής Πολιτικής και Συνταγματικής Ιστορίας του Τμήματος Νομικής Α.Π.Θ. για το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2009-2010.
[1] Μάνεσης, Πολιτική Ιστορία και σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί, 1978, σελ. 10.
[2] Αναστασιάδης, Ιστορία των πολιτικών και συνταγματικών θεσμών, 1993, σελ. 31.
[3] Τσάτσος, Σύνταγμα και πολιτειακή πραγματικότητα, 1980, σελ. 149.
[4] Βλ. άρθρο 4: Τα κόμματα και οι πολιτικές ομάδες συμβάλλουν στην έκφραση του φρονήματος. Σχηματίζονται και ασκούν τις δραστηριότητές τους ελεύθερα. Οφείλουν να σέβονται τις αρχές της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας.
[5] Miaille, Το κράτος του Δικαίου, 1983, σελ. 123.
[6] Macpherson, Έκθεση στο 3ο Διεθνές Συνέδριο πολιτικής επιστήμης στη Στοκχόλμη, 1955.
[7] Στη μαρξιστική ανάλυση, τα κόμματα αποτελούν την πολιτική έκφραση των κοινωνικών τάξεων. Αν η οικονομικοκοινωνική δομή επιτρέπει μια δυαδική κατανομή των τάξεων, τότε θα έχουμε ένα δικομματικό σύστημα. Στην αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχει ένα πολυκομματικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, δύο ξεχωριστοί δικομματισμοί έχουν διαδεχθεί ο ένας τον άλλο και συνεχίζουν ορισμένες φορές να αλληλεπικάθονται.
[8] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 284.
[9] Section Française de l’ Internationale Ouvriѐre (:Γαλλικό Τμήμα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς), που μετατράπηκε το 1969 στο σημερινό γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα.
[10] Βλ. εφημερίδα France Soir, φύλλο της 6/01/1971.
[11] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 285.
[12] Ωστόσο, έστω και στις περιπτώσεις αυτές, ο λανθάνων κληρικαλισμός τους παραβλάπτει την απλοποίηση της πολιτικής σκακιέρας.
[13] Duverger, Ο Ιανός: το διπλό πρόσωπο της Δύσης, 1975, σελ. 88.
[14] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 288.
[15] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 289.
[16] Το σκωτικό Εθνικό κόμμα είχε 11 έδρες στη Βουλή των Κοινοτήτων που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1974.
[17] Αναστασιάδης/Βενιζέλος/Κοντογιώργης, Εκλογικό σύστημα, 1985, σελ. 7.
[18] Miaille, Το κράτος του Δικαίου, 1983, σελ. 266.
[19] Επειδή ο αριθμός των ψήφων που κάθε κόμμα κερδίζει στις εκλογές δεν συμπίπτει ακριβώς με τον αριθμό των ψήφων που απαιτούνται για να αποκτήσει μια έδρα, πρέπει να βρεθεί τρόπος κατανομής των υπολοίπων σε ψήφους που διαθέτουν τα κόμματα ώστε να μπορεί να γίνει η κατανομή των αδιάθετων εδρών.
[20] Miaille, Το κράτος του Δικαίου, 1983, σελ. 268.
[21] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 290.
[22] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 291.
[23] Hermens, Democracy of Anarchy, 1941.
[24] Από την άποψη αυτή, η αναλογική εκπροσώπηση αποτελεί τη σανίδα σωτηρίας των παλιών κομμάτων, τα οποία η κοινωνικοοικονομική εξέλιξη τείνει να εξαλείψει. Η εξάλειψη αυτή είτε ανακόπτεται είτε επιβραδύνεται διαμέσου της αναλογικής εκπροσώπησης.
[25] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 293.
[26] Schwartzenberg, Πολιτική Κοινωνιολογία, 1984, σελ. 294.
[27] Χρυσόγονος, Εκλογικό σύστημα και Σύνταγμα, 1996, σελ. 95.
Καλησπέρα σας.
Καταρχάς, ευχαριστώ για το ανάγνωσμα.
Είναι πολύ ενδιαφέρον.
Θα εκτιμούσα τη γνώμη σας, ή, καλύτερα, τη συμβουλή σας / την ιδέα σας (ας πούμε, οιονεί hints από εσάς), για να κάνω πιό παραγωγική τη σκέψη μου ως προς ένα ερώτημα εξετάσεων πανεπιστημίου.
Η κοινοβουλευτική, κομματική συμμαχία (όπως εμφανίζεται, ενίοτε, λόγου χάριν εν όψει προσεγγίσεων σε εθνικά θέματα μεγάλης σημασίας),
ποιά «θετικά» και ποιά «αρνητικά» χαρακτηριστικά εμφανίζει (αν υποθέσουμε ότι ένα «θετικό» χαρακτηριστικό είναι και αυτό τής προηγούμενης παρένθεσης);
Ευχαριστώ, θερμά.
ΜΦΧ
Γιώργος Κ.