jump to navigation

Salus patriae suprema lex esto: Σκέψεις για τον δικαστικό έλεγχο σε συνθήκες «δημοσιονομικού εκτροχιασμού» 30/04/2013

Posted by Dimitris Patsikas in Μεταπτυχιακές εργασίες, Συνταγματικό Δίκαιο, Φοιτητικές μελέτες.
Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,
trackback

Α. Η μειοψηφία της ΣτΕ 693/2011

Το έναυσμα για την παρούσα εισήγηση(*) έδωσε η μειοψηφία του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εξέτασε το ζήτημα της έκτακτης εισφοράς, όπως αυτή επιβλήθηκε με το άρθρο 18 του ν. 3758/2009. Σημειωτέον ότι η παραπεμπτική στην Ολομέλεια απόφαση 693/2011 έκρινε το συγκεκριμένο μέτρο αντισυνταγματικό, διότι επιβάλλει αναδρομική φορολογία κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ. 2, μιας από τις πλέον αυστηρές και ρητές διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος[1].

Τι είπε όμως στην προκειμένη περίπτωση η μειοψηφία: «Το Σύνταγμα ρυθμίζει καταρχήν τα της λειτουργίας του Κράτους υπό ομαλές συνθήκες. Και έχει μεν προβλέψει ειδικές ρυθμίσεις για την περίπτωση που συμβούν ορισμένες συγκεκριμένες έκτακτες καταστάσεις, όπως στο άρθρο 48 για την περίπτωση πολέμου, ούτε, όμως, από το κείμενό του, ούτε από τις σχετικές συζητήσεις στην Αναθεωρητική Βουλή προκύπτει ότι υπήρξε οποιαδήποτε πρόβλεψη για την περίπτωση διαφαινόμενου πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Εν όψει αυτών, το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, που απαγορεύει την αναδρομική επιβολή “φόρου ή άλλου οποιουδήποτε οικονομικού βάρους”, παρά τη γενικόλογη αναφορά και σε “έκτακτες συνθήκες” που έγιναν κατά την ψήφισή του, δεν αντιμετώπισε και, συνεπώς, δεν αποκλείει, σε μια τέτοια περίπτωση, την αναδρομική επιβολή έκτακτης εισφοράς στους πλουσιότερους πολίτες»[2].

Στο παραπάνω σκεπτικό, γίνεται προσπάθεια εκ μέρους των δικαστών να προσεγγίσουν τη δημοσιονομική κρίση ως μια κατάσταση ανάγκης, απρόβλεπτη από το Σύνταγμα, η οποία μπορεί να ανατρέψει τόσο την ιστορική όσο και τη γραμματική ερμηνεία του επίμαχου συνταγματικού άρθρου. Επομένως, η έννοια του πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού χρησιμοποιείται ως μορφή σιωπηρής γενικής ρήτρας, για να ερμηνευθεί διασταλτικά ορισμένη συνταγματική διάταξη ή να μεταβληθεί το κανονιστικό περιεχόμενο αυτής[3].

Με άλλα λόγια, αυτή η προβληθείσα αντίληψη θέτει υπεράνω όλων -ακόμα και του σαφούς και αδιάστικτου γράμματος του Συντάγματος- τη δημοσιονομική επιβίωση της χώρας, υπαινισσόμενη ότι salus patriae suprema lex esto[4]. Ωστόσο, εκφράζονται, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, σοβαρές ανησυχίες για την πιθανή γενίκευση ενός τέτοιου νομολογιακού ερμηνευτικού κανόνα, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε μια «συλλήβδην, αδιαφοροποίητη και “ολοκληρωτική” ερμηνεία του συνόλου του κειμένου δικαίου»[5]. Είναι δυνατόν, άλλωστε, ο συνταγματικός χάρτης να περιέχει διατάξεις ενδοτικού δικαίου, που θα εφαρμόζονται ή θα παραβιάζονται κατά το δοκούν από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία; Θα ερμηνεύονται δε εξίσου ετερόκλητα από τα δικαστήρια; Ή με την επίκληση της δεινότατης οικονομικής συγκυρίας να καθίσταται το σύνολο της έννομης τάξης υπό επιφύλαξη;

Β. Ο δικαστής ενώπιον της «οικονομικής κατάστασης εξαίρεσης»

Σε κάθε περίπτωση, από το 2010 και έπειτα, αυξάνονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ελληνικές κυβερνήσεις επικαλούνται -εμμέσως πλην σαφώς- τη συνδρομή των έκτακτων συνθηκών, όταν πρόκειται να αναλάβουν νομοθετικές πρωτοβουλίες. Άλλοτε, ευθέως τονίζουν ότι τα επώδυνα μέτρα «συνιστούν δίκαιο έκτακτης ανάγκης»[6], είναι όμως απολύτως απαραίτητα για «να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται μισθοί και συντάξεις», αλλά και «για να μπορέσει να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταγματικές του υποχρεώσεις: να παρέχει ασφάλεια, υγεία, παιδεία και να ασκεί κοινωνική πολιτική»[7]. Άλλοτε πάλι, γίνεται αναφορά σε λόγους «υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος»[8], προκειμένου να δικαιολογηθούν οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές.

Υπό αυτό το πρίσμα, βάσιμα υποστηρίζεται πως από το σύνολο των λεγόμενων μνημονιακών μέτρων υποδηλώνεται μια έμμεση μορφή εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης, εξοπλισμένη και με μέσα αναγκαστικής νομοθεσίας της εκτελεστικής εξουσίας[9], όπως παρατηρείται εσχάτως και με την έκδοση αλλεπάλληλων πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Βεβαίως, δεν πρόκειται για μια κλασική κατάσταση ανάγκης προερχόμενη από σοβαρό κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια λόγω πολέμου ή ένοπλου κινήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 48 παρ. 1 Συντ., αλλά για μια ιδιότυπη οικονομική κατάσταση εξαίρεσης, η οποία εκκινεί από την εκδήλωση μιας βαθιάς απορρύθμισης του συστήματος οικονομικής κυριαρχίας[10].

Όπως είναι επόμενο, η επίκληση της έκτακτης ανάγκης από την πολιτική εξουσία απονευρώνει τις δυνατότητες εντατικού δικαστικού ελέγχου[11]. Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί με ιδιαίτερη πειστικότητα ότι οι δικανικοί συλλογισμοί πρέπει ή μπορούν να είναι εντελώς ουδέτεροι σε σχέση με το συγκείμενο της εποχής. Αντιθέτως, συνιστά αδήριτη ανάγκη οι δικαστές να συμπεριλαμβάνουν στις αποφάσεις τους στοιχεία από το ευρύτερο πραγματολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου καλούνται να κρίνουν. Κατ’ αντιστοιχία, επηρεάζεται και η ερμηνεία που δίδουν ως προς την κανονιστική εμβέλεια των συνταγματικών διατάξεων. Συνεπώς, η φορμαλιστική προσέγγιση του Συντάγματος συχνά αντικαθίσταται από μια πιο ωφελιμιστική, καθώς αυτό αντιμετωπίζεται με ελαστικότητα και όχι καθαρά (νομο)τεχνικά· οι συνταγματικοί κανόνες δεν εφαρμόζονται μηχανιστικά, αλλά ερμηνεύονται πάντα με γνώμονα την εξυπηρέτηση υπέρτερων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, που τίθενται συνήθως επιτακτικά από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία[12].

Η νομολογία των τελευταίων ετών δεν αποφεύγει να ενσωματώσει στοιχεία της παρούσας οικονομικής πραγματικότητας, κυρίως προς την κατεύθυνση της αποδοχής της συνταγματικότητας των κρίσιμων ζητημάτων[13]. Εντελώς ενδεικτικά, θα μπορούσε να αναφερθεί η παραδοχή της πλειοψηφίας του ΣτΕ, στην υπόθεση για το ύψος του επιτοκίου ως προς τις οφειλές του Δημοσίου, ότι «η μείωση…του δημοσίου χρέους δεν συνιστά έναν απλώς δημοσιονομικό στόχο, αλλά αποτελεί εθνικό διακύβευμα»[14]. Ακόμη, ορισμένα χαρακτηριστικά της κατάστασης εξαίρεσης μπορούν να ανευρεθούν και στην περίφημη απόφαση της ολομέλειας του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου για τη νομική φύση και τη συνταγματικότητα του (πρώτου) Μνημονίου[15].

Γ. Η επαναφορά στην κανονικότητα

Βέβαιο είναι ότι η ύπαρξη των έκτακτων συνθηκών απαιτεί από το ίδιο το κράτος να λάβει έκτακτα μέτρα, προκειμένου να εξουδετερωθεί ο πραγματικός κίνδυνος και να επανακάμψει η ομαλή δημοκρατική νομιμότητα. Επομένως, η διαπίστωση της ανάγκης ωθεί την κυβέρνηση, η οποία -βάσει του άρθρου 82 παρ. 1 Συντ.- καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, να επιβάλλει ό,τι θεωρεί αναγκαίο ώστε να αποφευχθεί η ολοσχερής κατάρρευση της οικονομίας, που θα επέφερε αβέβαιες συνέπειες για την πολιτειακή τάξη και ευρυθμία. Η δημοσιονομική αποκατάσταση του κράτους συνδέεται άρρηκτα με τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, ώστε να είναι αυτός σε θέση να εκτελεί τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις και να ασκεί κοινωνική πολιτική. Ορθά ειπώθηκε ότι «στους στατικούς κανόνες της νομιμότητας, η δημόσια εξουσία αντιτάσσει την ενεργητική αποτελεσματικότητα των έκτακτων μέτρων»[16].

Οι παραπάνω επισημάνσεις αναδεικνύουν σε κάποιο βαθμό το οξύμωρο της θεωρίας για την κατάσταση εξαίρεσης: σύμφωνα με τον Clinton Rossiter, σκοπός της εξαίρεσης δεν είναι άλλος παρά η αποκατάσταση της κανονικής συνθήκης· η διατήρηση της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης· η εκ νέου δημιουργία των προϋποθέσεων για τη λειτουργία της ομαλής νομιμότητας, που θα σημάνει τελικά την πληρέστερη κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών[17].

Ειδικότερα, στο μνημειώδες έργο του με τον παρεξηγήσιμο τίτλο Constitutional Dictatorship, ο Rossiter κάνει μια εις βάθος ανάλυση αυτού που εκείνος αποκαλεί «συνταγματική δικτατορία»[18], αντλώντας επιχειρήματα που ξεκινούν από τη ρωμαϊκή εποχή και φτάνουν έως το New Deal και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επισημαίνει ιστορικά γεγονότα και εξελίξεις, κατά τις οποίες η συνήθης δημοκρατική διαδικασία αδυνατούσε ή καθυστερούσε να δώσει απαντήσεις, με ολέθρια αποτελέσματα για το λαό και το ίδιο το πολίτευμα. Αρκετές φορές, ωστόσο, αναδείχθηκαν πρόσωπα με λαϊκά ερείσματα, εκλεγμένα είτε ως πρόεδροι είτε ως αρχηγοί κυβερνήσεων, που συγκέντρωσαν έκτακτες εξουσίες δικτατορικής περιωπής, προκειμένου να σώσουν την πατρίδα τους και να την επαναφέρουν στην κανονικότητα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα -έχοντας και οι ίδιοι αρνητικές αναμνήσεις- όταν ακούμε για κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο νους μας πηγαίνει ενστικτωδώς στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και στο πώς κατέληξε αυτή: ποτέ όμως δεν σκεφτόμαστε πώς λειτούργησαν σε αντίστοιχες περιστάσεις ο Lincoln, ο Wilson, o Roosevelt, ο Churchill ή ο Truman.

Πρόσφατα, το 2010, η συζήτηση για την κατάσταση εξαίρεσης επανήλθε στην αμερικανική επικαιρότητα μέσα από τη μελέτη δύο έγκριτων δημοσιολόγων[19]. Ο Jack Balkin και ο Sanford Levinson έπιασαν το νήμα από το έργο του Rossiter, εμπλουτίζοντάς το με νέα ιστορικά παραδείγματα συνταγματικής δικτατορίας προερχόμενα από τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ από τους Bush και Obama. Καταλήγουν δε grosso modo στο ίδιο συμπέρασμα με τον Rossiter και υποστηρίζουν ότι πρέπει να σχεδιαστεί ένα ρητό νομικό πλαίσιο για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το οποίο θα αντιμετωπίζει τους πιθανούς κινδύνους και θα θέτει τα σαφή όρια της συνταγματικής δικτατορίας[20].

Δ. Αντί επιλόγου, μια πρόταση αναθεώρησης

Συμπερασματικά, ο κίνδυνος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας μας λειτουργεί ως μια de facto οικονομική κατάσταση εξαίρεσης: γίνεται αφορμή για λήψη έκτακτων μέτρων, τα οποία συστηματικά περιορίζουν θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά κρίνονται αναγκαία για να επιτευχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και ισορροπία. Ο δικαστής, μπροστά στο φάσμα της έγκρισης ή ανατροπής των νομοθετικών πράξεων, συνήθως αναγνωρίζει την ευρεία διαπλαστική ελευθερία που διαθέτει ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης ως προς την επιλογή της ακολουθούμενης πολιτικής[21], ενώ σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιεί ως κατευθυντήριο γνώμονα τη θεωρία των εξαιρετικών περιστάσεων[22].

Πράγματι, η μειοψηφία της απόφασης 693/2011 ΣτΕ αντιμετωπίζει την παρούσα οικονομική συγκυρία ως ειδική «έκτακτη κατάσταση», η οποία ελλείψει σχετικής πρόβλεψης στο Σύνταγμα, δύναται να δικαιολογήσει αποκλίσεις στην ίδια την εφαρμογή του[23]. Ενόψει αυτού του νομικού κενού, οι δικαστές προβαίνουν σε μια ελαστικοποίηση του κανονιστικού περιεχομένου της κρίσιμης συνταγματικής διάταξης, ήτοι του άρθρου 78 παρ. 2, καθώς συνυπολογίζουν -έστω υπόρρητα- το οικονομικό κόστος που θα επιφέρει η ενδεχόμενη κήρυξη αντισυνταγματικότητας της επίδικης ρύθμισης.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον πιθανολογείται πως η επίκληση της κατάστασης εξαίρεσης θα συνεχίσει να προτάσσεται από την κυβέρνηση, αλλά και να υφέρπει στη νομολογία, σκόπιμο θα ήταν να συζητηθούν και στην Ελλάδα τα θέματα της συνταγματικής δικτατορίας ή της «διακυβέρνησης μέσω της έκτακτης ανάγκης»[24], όπως εύστοχα προσδιορίζεται. Ζητούμενο πρέπει να είναι η ένταξη στην εθνική έννομη τάξη ενός συστήματος, το οποίο θα ρυθμίζει τις διαδικασίες λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων σε περιόδους πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού, για παράδειγμα, και θα στοχεύει στην κατοπινή επαναφορά στη συνταγματική ομαλότητα. Αναμφίβολα, ελλοχεύουν κίνδυνοι από την πιθανή θεσμοθέτηση ενός τέτοιου νομικού πλαισίου, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την αμερικανική θεωρία. Ωστόσο, αν κρίνουμε από την τωρινή συγκυρία, ακόμα πιο επικίνδυνη θεωρείται η εμμονή σε μια αρρύθμιστη κατάσταση, την οποία η εκάστοτε κυβέρνηση επικαλείται και χρησιμοποιεί τυχαία κατά την κρίση της, οδηγεί δε τη δικαστική εξουσία, είτε να απέχει διακριτικά από τον έλεγχο συνταγματικότητας, κυρίως όταν πρόκειται να εφαρμοστούν μεγάλες πολιτικές[25], είτε να προχωρεί σε αμφίσημες ερμηνευτικές κατασκευές[26], μη επιθυμώντας να θέσει σε κίνδυνο τις όποιες προσπάθειες εξόδου από την επονομαζόμενη εποχή των μνημονίων.

Τελικά, ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος και αφού λάβουμε σοβαρά υπόψη την εδώ σχολιαζόμενη γνώμη της μειοψηφίας, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης η εισαγωγή του πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού ως λόγου κατάστασης εξαίρεσης, ο οποίος να επιτρέπει την ανάθεση από τη Βουλή συγκεκριμένων και προσωρινών έκτακτων εξουσιών στην κυβέρνηση και δη στον πρωθυπουργό. Ενδεχομένως, αυτή η επιλογή αφενός θα ενέτασσε την κατάσταση εξαίρεσης εντός του δημοκρατικού συνταγματικού κάδρου, όπως πρέπει να συμβαίνει για να προλαμβάνονται οι εξωσυνταγματικές δικτατορίες[27], και αφετέρου θα αναδείκνυε τη σημασία μιας συνολικής νομοθετικής αντιμετώπισης του ζητήματος.

Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Rossiter, ο οποίος τόνιζε ότι «η ιστορία των κρίσεων στις σύγχρονες δημοκρατίες μάς διδάσκει ότι…η εξουσία μπορεί να είναι υπεύθυνη, η ισχυρή κυβέρνηση μπορεί να είναι δημοκρατική, η δικτατορία μπορεί να είναι συνταγματική… Το πρόβλημά μας είναι να κάνουμε την εξουσία αποτελεσματική και υπεύθυνη, αλλά και να κάνουμε την όποια δικτατορία του μέλλοντος να είναι συνταγματική»[28].


(*) Η ανωτέρω εισήγηση παρουσιάστηκε στο 5ο κοινό μεταπτυχιακό σεμινάριο Συνταγματικού Δικαίου, που διοργανώθηκε από τα Τμήματα Νομικής Αθηνών-Θεσσαλονίκης και τον Όμιλο «Αριστόβουλος Μάνεσης» και διεξήχθη στις Ροβιές Ευβοίας την 26η Απριλίου 2013.

[1] ΣτΕ 693/2011, ΝοΒ 2011, σ. 618 = Αρμ 2011, σ. 826.

[2] Την άκρως ενδιαφέρουσα γνώμη διατύπωσαν ο Πρόεδρος του Τμήματος Φ. Αρναούτογλου, ο Σύμβουλος Εμμ. Κουσιουρής και η Πάρεδρος Ειρ. Σταυρουλάκη.

[3] Βλ. Μαθιουδάκη, «Μετασχηματισμοί του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης – Με αφορμή τις πρόσφατες αποφάσεις 693/2011 (κατά μειοψ.) και 1620/2011 (κατά πλειοψ.) του ΣΤ’ τμ. του ΣτΕ», ΕφημΔΔ 4/2011, σ. 480.

[4] Η πατρότητα της χρήσης της συγκεκριμένης φράσης ανήκει στον Ανδρουλάκη, Μνημόνιο και κοινωνικά δικαιώματα, δημοσιευμένο σε: ιστότοπο Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», 8.3.2012.

[5] Μαθιουδάκης, ibid, σ. 480.

[6] Το Βήμα, 6.11.2010, όπου δημοσιεύονται αποσπάσματα του υπομνήματος που κατέθεσε ενώπιον του ΣτΕ το υπουργείο Οικονομικών.

[7] Αιτιολογική έκθεση του ν. 3845/2010, σ. 1.

[8] Αιτιολογική έκθεση του ν. 4051/2012, σ. 1.

[9] Έτσι ο Μπελαντής, «Η κατάσταση εξαίρεσης και οι εφαρμογές της στο πρόγραμμα “στήριξης της ελληνικής οικονομίας”», ΔτΑ 48/2010, σ. 1132.

[10] Όπως γλαφυρά και εξίσου κυνικά σημειώνει ο Δρόσος, «Ζητήματα συνταγματικής οργάνωσης, δικαστικής προστασίας και δημοκρατίας στην εποχή της σημερινής κρίσης», ΘΠΔΔ 6/2012, σ. 466, η Ελλάδα «την στιγμή της κρίσης είχε όλους τους αναγκαίους θεσμούς για την αντιμετώπισή της -Σύνταγμα, νόμους, Βουλή, κυβέρνηση, εκλογικό σώμα κ.λπ.- όλα τα είχαμε, χρήματα δεν είχαμε».

[11] Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Αλιβιζάτος, Καθημερινή, 11.7.2010, «το αν συντρέχει ή όχι έκτακτη ανάγκη εκτιμάται κατ’ αρχήν από τη νομοθετική ή, κατά περίπτωση, από την εκτελεστική εξουσία, και μόνον η υπέρβαση “των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής”». Βλ. ΟλομΣτΕ 2199/2010, ΕΔΚΑ 2010, σ. 1109.

[12] Πρβλ. Γεραπετρίτη, Ο έλεγχος των οικονομικών επιλογών από τον δικαστή: Προβολές του New Deal, δημοσιευμένο σε: ιστότοπο Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», 28.7.2011.

[13] Βλ. Σκλία, «Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και η επίδρασή της στη δικανική σκέψη», ΕφημΔΔ 1/2012, σ. 81 επ.

[14] ΣτΕ 1620/2011, ΕφημΔΔ 4/2012, σ. 491 = Αρμ 2011, σ. 1887.

[15] Βλ. ΟλομΣτΕ 668/2012, NoB 2012, σ. 384 = Αρμ 2012, σ. 624, όπου το δικαστήριο έκρινε ότι «η θεσπισθείσα…περικοπή αποδοχών και επιδομάτων…αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της…άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος» (η έμφαση του γράφοντος).

[16] Πικραμμένος, «Δημόσιο Δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες υπό την οπτική της ακυρωτικής διοικητικής διαδικασίας», ΘΠΔΔ 2/2012, σ. 97.

[17] Έτσι ο Rossiter, Constitutional Dictatorship – Crisis Government in the Modern Democracies, New York: 1948, σ. 3 επ. (7).

[18] Τον όρο «κοινοβουλευτική δικτατορία» προτιμά ο Μπελαντής, ibid, σ. 1119.

[19] Βλ. Balkin and Levinson, Constitutional Dictatorship: Its dangers and Its Design, Minnesota Law Review 6/94.

[20] Βλ. Balkin and Levinson, ibid, σ. 1856 επ. (1865).

[21] Βλ. Γέροντα, «Το Μνημόνιο και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία», ΕφημΔΔ 5/2010, σ. 715 επ.

[22] Έτσι ο Πικραμμένος, ibid, σ. 99-100.

[23] Βλ. Σκλία, ibid, σ. 82.

[24] «Governing through emergency», Balkin and Levinson, ibid, σ. 1843 επ.

[25] Έτσι ο Καϊδατζής, «Μεγάλη πολιτική» και ασθενής δικαστικός έλεγχος – Ένα σχόλιο για τις στρατηγικές τήρησης του Συντάγματος στην εποχή του «Μνημονίου», δημοσιευμένο σε: ιστότοπο Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», 21.3.2011.

[26] Βλ. Γιαννακόπουλου, «Το δημόσιο συμφέρον υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης-Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ Β’ 693/2011, ΣτΕ ΣΤ’ 1620/2011 και ΣτΕ Α’ 2094/2011», ΕφημΔΔ 1/2012, σ. 109 επ.

[27] «Whatever problems may attend the design of emergency powers in a constitutional democracy, it would be even worse to slide into patently unconstitutional dictatorships», Balkin and Levinson, ibid, σ. 1866 (η έμφαση του γράφοντος).

[28] Rossiter, ibid, σ. 314 (η μετάφραση του γράφοντος).

Σχόλια»

1. Μέτρα έκτακτης ανάγκης και «συνταγματική δικτατορία». Της Ελεάννας Ιωαννίδου - 02/05/2013

[…] λογιστής ούτε πολιτικός. Εκτίμησα, επίσης, ιδιαίτερα απόψεις που, ενώ αποδέχονταν την ανάγκη να αναγνωριστεί η […]


Σχολιάστε