jump to navigation

Το πολιτειακό δημοψήφισμα του 1974: η οριστική κατάργηση του βασιλικού θεσμού 08/12/2012

Posted by Dimitris Patsikas in Μεταπτυχιακές εργασίες, Πολιτική Ιστορία, Φοιτητικές μελέτες.
Tags: , , , , , , , , , , , , , , , ,
trackback

Πρόλογος(*)

Όπως μαρτυρεί ο τίτλος της, η παρούσα μελέτη πραγματεύεται ένα από τα σημαντικότερα πολιτειακά γεγονότα, το οποίο καθόρισε τη σημερινή μορφή της ελληνικής δημοκρατίας. Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 αποτελεί ορόσημο στην πολυτάραχη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας, όχι μόνο διότι έδωσε το έναυσμα μιας υπερτριαντάχρονης συνταγματικής ομαλότητας, αλλά και γιατί συνιστά την πιο πρόσφατη επαφή μας με τον εν λόγω θεσμό.

Από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και μέχρι τη διεξαγωγή του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος, είχαν πραγματοποιηθεί άλλες οκτώ παρόμοιες διαδικασίες (1862, 1920, 1924, 1926, 1935, 1946, 1968 και 1973) με πολλές ιδιαιτερότητες η καθεμιά. Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχε ρητή συνταγματική πρόβλεψη για τη διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων, εν τούτοις αυτά επιβάλλονταν κάθε φορά από τις επικρατούσες συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Σχεδόν ποτέ, άλλωστε, δεν πληρούνταν τα εχέγγυα για το αδιάβλητο της ψηφοφορίας και των αποτελεσμάτων αυτής.

Αφορμή, όμως, για την ενασχόληση με το ζήτημα του δημοψηφίσματος στάθηκε η ανακίνησή του από τους πολιτικούς ταγούς της εποχής ενόψει της υπάρχουσας δημοσιονομικής κρίσης. Τον Οκτώβριο του 2011, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την έγκριση ή την απόρριψη της -δεύτερης χρονικά- δανειακής σύμβασης μεταξύ του ελληνικού κράτους και της περιώνυμης «τρόικας» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), που θα είχε ως τελικό διακύβευμα την παραμονή ή όχι της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας και αποδοκιμασιών προερχόμενων τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, οδηγώντας μετά από λίγες εβδομάδες στην αποχώρηση του Παπανδρέου και της κυβέρνησής του.

Ωστόσο, κατόπιν των εθνικών εκλογών της 6ης Μαΐου 2012 και της μετέπειτα προκήρυξης νέων εκλογών για την 17η Ιουνίου, ήταν η σειρά των Ευρωπαίων εταίρων μας και συγκεκριμένα της καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ να υπαινιχθεί ότι η διενέργεια ενός δημοψηφίσματος είναι αναγκαία, προκειμένου να διευκρινιστεί οριστικά ποια είναι η στάση του ελληνικού λαού απέναντι στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Εντέλει, αυτή η απόπειρα «έξωθεν» επιβολής δημοψηφίσματος απέβη άκαρπη, καθώς κατακρίθηκε ευλόγως από τους εγχώριους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής και όχι μόνο.

Όσον αφορά στη διάρθρωση της εργασίας, στο εισαγωγικό κεφάλαιο αυτής γίνεται μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο και το συγκείμενο της υπό εξέταση εποχής, αρχής γενομένης από τα γεγονότα της Μεταπολίτευσης και φτάνοντας μέχρι τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά την πτώση της δικτατορίας.
Το κυρίως θέμα που είναι το πολιτειακό δημοψήφισμα του 1974 αναλύεται στο δεύτερο κεφάλαιο. Παρουσιάζεται το κρίσιμο χρονικό διάστημα από την προκήρυξη μέχρι τη διεξαγωγή του, αντιπαρατίθενται οι απόψεις των δύο πλευρών και μνημονεύονται οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών κατόπιν της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων.

Στο επίμετρο καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να γίνει ένας κριτικός απολογισμός του δημοψηφίσματος και του μεταπολιτευτικού σκηνικού, σε συνάρτηση με το ρόλο των ιστορικών προσώπων στις εξελίξεις εκείνης της εποχής. Παράλληλα, αναδεικνύεται η σημασία του Τύπου και η εισβολή -για πρώτη φορά- τηλεοπτικών κανόνων στην πολιτική συζήτηση. Τέλος, για την πληρότητα της παρούσας μελέτης εμπεριέχονται ως παράρτημα δύο πίνακες, σχετικοί με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.

1. Από τη Μεταπολίτευση στις πρώτες ελεύθερες εκλογές

1.1. Η επιστροφή Καραμανλή και η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος»
Στις 23 Ιουλίου 1974(**) η επτάχρονη χούντα κατέπεσε υπό το βάρος των ανομημάτων της. Το τέλος του καθεστώτος δεν ήταν προϊόν ούτε κάποιας βίαιης ανατροπής, ούτε μιας ξένης επέμβασης, αλλά ούτε και της θέλησης των δικτατόρων. Η δικτατορία απλώς κατέρρευσε[1].

Τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας κλήθηκε και επέστρεψε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι, προκειμένου να ορκιστεί ως πρωθυπουργός θέτοντας δύο όρους για να αναλάβει το τολμηρό εγχείρημα: πρώτον, τη μη ανάμειξη των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική ζωή, και δεύτερον, τη συμπαράσταση στο έργο του όλων των πολιτικών παρατάξεων[2].

Ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός προέβη τάχιστα σε σχηματισμό «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος», στην οποία συμμετείχαν πολιτικά πρόσωπα από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους. Στην κυβέρνηση -που έμεινε γνωστή και ως «κυβέρνηση των 70 ημερών»- συνυπήρχαν στελέχη της προδικτατορικής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.), με προεξάρχοντες τους Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, Γεώργιο Ράλλη, Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου και Κωνσταντίνο Τσάτσο, κεντρώες πολιτικές δυνάμεις με πρωτοστάτη τον Γεώργιο Μαύρο, καθώς και εκπρόσωποι του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, όπως οι Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Γιάγκος Πεσμαζόγλου και Δημήτρης Τσάτσος. Αντίθετα, δεν συμμετείχαν οι Ανδρέας Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όπως και άλλοι πολιτικοί προερχόμενοι από την παραδοσιακή αριστερά[3].

Η εν λόγω κυβέρνηση στηριζόταν σε μια ευρύτατη λαϊκή συναίνεση και παράλληλα είχε την ικανότητα πραγματικής και ακαταγώνιστης επιβολής της βούλησής της, ώστε να δρομολογήσει την εγκαθίδρυση και εδραίωση του συνταγματικού κράτους. Ήταν μια de facto κυβέρνηση που ασκούσε το σύνολο της κρατικής εξουσίας, και βεβαίως την πρωτογενή συντακτική εξουσία, με την κατ’ όνομα και μόνο σύμπραξη του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη ως σκιώδη Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ)[4].

1.2. Οι συνταγματικές και νομοθετικές εξελίξεις
Για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας πραγματοποιήθηκαν άμεσα σημαντικές κινήσεις. Πρώτη επίσημη πράξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ήταν η έκδοση του π.δ. 519/1974[5], με το οποίο χορηγήθηκε αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, ενώ καταργήθηκε το στρατόπεδο της Γυάρου και αποδόθηκαν ιθαγένειες που είχαν αφαιρεθεί.

Κυριότερη θεσμικά ήταν η προσωρινή επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952, η οποία έλαβε χώρα με τη συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου (τη λεγόμενη «Καταστατική Συντακτική Πράξη»)[6]. Εξάλλου, με τη συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου «περί προσφυγής εις την λαϊκήν ετυμηγορίαν προς ολοκλήρωσιν της δημοκρατικής νομιμότητος»[7] ορίστηκε ότι το προκύπτον από τις επερχόμενες εκλογές αντιπροσωπευτικό σώμα δικαιούταν να τροποποιήσει, καταργήσει και συμπληρώσει ακόμα και τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά δεν θα μπορούσε να θίξει τη μορφή του πολιτεύματος που θα επέλεγε ο ελληνικός λαός με το επικείμενο δημοψήφισμα.

Ο εκδημοκρατισμός της χώρας συνεχίστηκε με καταιγιστικό τρόπο: με το ν.δ. 59/1974 «περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων»[8] καταργήθηκε ο διαβόητος εμφυλιοπολεμικός α.ν. 509/1947[9] και επιτράπηκε η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του Κ.Κ.Ε. Επίσης, η κυβέρνηση κύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974)[10], ήρε τον στρατιωτικό νόμο (π.δ. 615 και 700/1974) και άνοιξε το δρόμο για την απομάκρυνση συνεργατών της δικτατορίας από τα πανεπιστήμια και το χώρο της δικαιοσύνης (συντακτικές πράξεις της 3ης και 5ης Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα)[11].

Επιστέγασμα όλων αυτών των εξελίξεων ήταν η προκήρυξη στις 4 Οκτωβρίου με το π.δ. 651/1974 γενικών εκλογών «προς ανάδειξιν Αναθεωρητικής Βουλής»[12], οι οποίες θα διεξάγονταν την 17η Νοεμβρίου, στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

1.3. Οι νέοι κομματικοί σχηματισμοί
Μετά την έλευση Καραμανλή, προκειμένου να αναλάβει τον πρωθυπουργικό θώκο, ακολούθησε η επάνοδος δύο άλλων σπουδαίων ηγετών: του Ανδρέα Παπανδρέου στις 16 Αυγούστου και του Χαρίλαου Φλωράκη στις 22 του ίδιου μήνα. Τόσο η επιστροφή στη χώρα αυτών των πολιτικών προσωπικοτήτων, όσο και η ελεύθερη πλέον λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, σηματοδότησαν την απαρχή σημαντικών εξελίξεων σε κομματικό επίπεδο.

Πρώτα, ο Παπανδρέου ίδρυσε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) με τη διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου, κατόπιν της αποτυχημένης απόπειρας συνεργασίας του με την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.). Συνιδρυτές και ισότιμοι εταίροι του νεοσύστατου κόμματος υπήρξαν το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα και η Δημοκρατική Άμυνα.

Στη συνέχεια, ακολούθησε η δημιουργία της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ.) από τον Καραμανλή στις 29 Σεπτεμβρίου ως διευρυμένο σχήμα της παλαιάς Ε.Ρ.Ε., με σκοπό να συγκροτηθεί «από έμπειρες και υγιείς αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις»[13].

Παράλληλα, ανασυγκροτήθηκε βεβιασμένα η Ε.Κ. με αρχηγό τον Μαύρο και με την προσθήκη του σοσιαλδημοκρατικού Κινήματος Νέων Πολιτικών Δυνάμεων, στο οποίο συμμετείχαν μέλη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όπως οι Πεσμαζόγλου, Μαγκάκης και Τσάτσος, καθώς και άλλοι αγωνιστές κατά της χούντας, όπως οι Αναστάσιος Πεπονής και Αλέκος Παναγούλης[14].

Τελευταία, συστάθηκε η Ενωμένη Αριστερά (ΕΝ.ΑΡ.) με πρόεδρο τον Ηλία Ηλιού, βετεράνο αριστερό ηγέτη. Ο θνησιγενής αυτός σχηματισμός συναπαρτίστηκε από το «ορθόδοξο» Κ.Κ.Ε. του Φλωράκη, το επονομαζόμενο «Κ.Κ.Ε. εσωτερικού» και την προδικτατορική Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά.

1.4. Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974
Πλησιάζοντας προς τις πρώτες εκλογές μετά τη Μεταπολίτευση, η πολιτική διαμάχη κινήθηκε κυρίως γύρω από τρεις άξονες: πρώτον, το λεγόμενο «καθεστωτικό», δεύτερον, την «αποχουντοποίηση», και τρίτον, τη θέση της χώρας στη διεθνή σκηνή.

Ο Καραμανλής υποστήριξε και στις τρεις αυτές θεματικές τις πιο ρεαλιστικές θέσεις. Καταρχάς, δεν ενέπλεξε στον προεκλογικό αγώνα το πολιτειακό ζήτημα, καθώς θα αποφαινόταν περί αυτού ο ελληνικός λαός με το δημοψήφισμα που θα ακολουθούσε. Με τον τρόπο αυτό, κατάφερε να συσπειρώσει στη Ν.Δ. και τους φιλοβασιλικούς οπαδούς του. Επιπροσθέτως, έλαβε όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την κάθαρση του κρατικού μηχανισμού και των Ενόπλων Δυνάμεων από χουντικά κατάλοιπα[15], ενώ κίνησε τη διαδικασία για τη δικαστική δίωξη των πρωταιτίων της δικτατορίας. Τέλος, μετά την τραγωδία της Κύπρου και τον «Αττίλα 2» επέδειξε αποφασιστική πυγμή σε διεθνές επίπεδο δηλώνοντας την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι Έλληνες -ενθουσιασμένοι μεν από τη μεταπολιτευτική ευφορία, αλλά ανήσυχοι δε για πιθανή νέα εκτροπή- κλήθηκαν να ψηφίσουν «Καραμανλή ή τανκς»[16]. Το περίφημο αυτό αρχέτυπο των μεταπολιτευτικών εκλογικών διλημμάτων επηρέασε αναμφισβήτητα την εκλογική διαδικασία, η οποία έλαβε συνεπώς δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. δέσποζε η φωτογραφία του αρχηγού της, στο πάνω μέρος τους[17].

Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε προσωπικό θρίαμβο του Καραμανλή καθιστώντας αυτόν κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού[18], καθώς η Ν.Δ. έλαβε ποσοστό 54,37%. Στην αξιωματική αντιπολίτευση βρέθηκε η Ε.Κ.-Ν.Δ. (20,42%), ενώ η ΕΝ.ΑΡ. συρρικνώθηκε (9,47%). Ως εκ τούτου, δόθηκε ζωτικός χώρος δράσης στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., το οποίο πήρε το 13,5% των ψήφων και δήλωσε με εμφατικό τρόπο την παρουσία του.

2. Η κατάργηση του βασιλικού θεσμού

2.1. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος
Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές ορκίστηκε την 21η Νοεμβρίου και την αμέσως επόμενη ημέρα προκηρύχθηκε δημοψήφισμα με το π.δ. 804/1974 «δια τον καθορισμόν της μορφής του δημοκρατικού πολιτεύματος της Χώρας», με ημερομηνία διεξαγωγής την 8η Δεκεμβρίου. Με τον τρόπο αυτό, ξεκίνησε ουσιαστικά ένας νέος «προεκλογικός» αγώνας ενόψει του δημοψηφίσματος.

2.2. Τι θα έκρινε το δημοψήφισμα;
Καταρχήν, ορθό είναι να διευκρινιστεί ότι ο ελληνικός λαός οδηγήθηκε εκ νέου στις κάλπες, προκειμένου να αποφασίσει για δύο κρίσιμα ζητήματα: αφενός, για τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους και αφετέρου, για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’.

Το πρώτο ζήτημα αφορούσε σε θεσμικό επίπεδο τη νομικοπολιτική θέση του αρχηγού του κράτους, αν θα ήταν αιρετός ή κληρονομικός. Ήδη, με τη συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου είχε προβλεφθεί ότι, στην περίπτωση που επιλεγόταν από τους ψηφοφόρους η αβασίλευτη δημοκρατία, η εθνική αντιπροσωπεία όπως προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου, θα εξέλεγε προσωρινό ΠτΔ με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της. Αντιθέτως, στην περίπτωση υπερίσχυσης της βασιλευόμενης δημοκρατίας, ο βασιλιάς θα αναλάμβανε αυτοδικαίως την άσκηση των αρμοδιοτήτων του αρχηγού του κράτους, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1952, μέχρι την επιψήφιση του νέου συνταγματικού κειμένου από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, οπότε θα ασκούσε τις αρμοδιότητες που θα όριζε το τελευταίο.

Επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το δημοψήφισμα δεν θα επηρέαζε το σύστημα διακυβέρνησης. Αρμόδια να αποφασίσει για τις εξουσίες του αρχηγού του κράτους -αν, για παράδειγμα, θα υπήρχε προεδρευόμενη ή προεδρική δημοκρατία- ήταν η εκλεγμένη πλέον Βουλή κατά την αναθεωρητική διαδικασία που θα επακολουθούσε.

Το δεύτερο ζήτημα σχετιζόταν με την επάνοδο ή όχι του Κωνσταντίνου, ο οποίος βρισκόταν στο εξωτερικό από τις 13 Δεκεμβρίου 1967 μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα που επιχείρησε για να ανατρέψει τη χούντα των συνταγματαρχών. Με την εξαρχής άνευρη και παθητική στάση του, ο βασιλιάς είχε παράσχει ως τότε στο «απριλιανό» καθεστώς τον επιζητούμενο μανδύα νομιμοφάνειας, ενώ στη συνέχεια αποδέχθηκε το αρνητικό για εκείνον αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 29ης Ιουλίου 1973, με το οποίο καταργήθηκε ο μοναρχικός θεσμός και ορίστηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ως αρχηγός του κράτους με οκταετή θητεία[19].

Ωστόσο, σύσσωμες οι πολιτικές δυνάμεις της Μεταπολίτευσης θεώρησαν πως εκείνο το δημοψήφισμα δεν εντασσόταν στην ιστορική συνέχεια της συνταγματικής τάξης. Συνεπώς, έκριναν σκόπιμο και κάλεσαν το λαό να αποφασίσει κάτω από συνθήκες ελεύθερης έκφρασης, αν επιθυμεί την παλιννόστηση της μοναρχίας.

2.3. Η ιδιότυπη «προεκλογική» εκστρατεία
2.3.1. Οι όροι της αντιπαράθεσης
Οι λεπτομέρειες της εκστρατείας του δημοψηφίσματος ρυθμίστηκαν με το π.δ. 805/1974, όπου προβλέφθηκε η δυνατότητα των ενδιαφερόμενων πολιτών να οργανώσουν την ελεύθερη υποστήριξη της αβασίλευτης ή της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Η εν λόγω πρόβλεψη πραγματοποιήθηκε με την οργάνωση και χρήση ποικίλων μέσων επικοινωνιακής υποστήριξης των δύο μορφών πολιτεύματος.

Εν προκειμένω, οι όροι διεξαγωγής της «προεκλογικής» αντιπαράθεσης και κυρίως η τηλεοπτική προβολή των δύο πλευρών αποτέλεσαν αντικείμενο σύσκεψης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 25 Νοεμβρίου. Στη διαπραγμάτευση αυτή μετείχαν ο υφυπουργός Προεδρίας, Παναγιώτης Λαμπρίας, ο εκπρόσωπος της φιλοβασιλικής παράταξης, αντιστράτηγος ε.α. Σοφοκλής Τζανετής και εκ μέρους των οπαδών της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο υφηγητής Γεώργιος Κουμάντος[20].

Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διατεθούν από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (Ε.Ι.Ρ.Τ.) τέσσερα δεκάλεπτα στο κάθε «στρατόπεδο», δύο φορές εβδομαδιαίως, ώστε να γίνουν ομιλίες μέσω της τηλεόρασης. Έτσι, για πρώτη φορά εφαρμόστηκαν σύγχρονοι μιντιακοί κανόνες στην πολιτική ζωή του τόπου[21].

2.3.2. Η ουδέτερη στάση του Καραμανλή και της Ν.Δ.
Την επομένη της προκήρυξης του δημοψηφίσματος, ο Καραμανλής μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα του νεοπαγούς κόμματός του τόνισε: «Είναι συνεπώς και ζήτημα συνεπείας να εμμείνωμεν στην θέσιν αυτήν της κομματικής ουδετερότητος. Βέβαια ο καθένας μας σαν άτομο θα ψηφίση στο δημοψήφισμα αδέσμευτος και σύμφωνα με την συνείδησίν του. Αλλά δεν θα είναι πρέπον να εμφανίζεται δημοσία υπό την ιδιότητά του ως βουλευτού, προπαγανδίζων υπέρ της μιας ή επικρίνων άλλην μορφήν πολιτεύματος. Γιατί μια μεγάλη παράταξις ως η ιδική μας είναι φυσικόν να περιλαμβάνη οπαδούς και των δύο μορφών του πολιτεύματος»[22].

Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός επέλεξε να τηρήσει ουδέτερη στάση για τρεις κυρίως λόγους: πρώτον, για θεσμικούς λόγους. Ο Καραμανλής, έχοντας ευρεία κοινωνική αποδοχή που αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και στις εκλογές που προηγήθηκαν, δεν ήθελε να οξύνει το κλίμα και να προκαλέσει αντιπαραθέσεις[23]. Επιθυμούσε να διαφυλάξει για τον εαυτό του τον ρόλο του εθνάρχη, υπό τη σκέπη του οποίου θα ενωνόταν η μεγαλύτερη μάζα του ελληνικού λαού στα προσεχή χρόνια.

Δεύτερον, για προσωπικούς λόγους. Εκτός από τη δεδομένη σύγκρουσή του με το στέμμα το 1963, ο Καραμανλής -στην πραγματικότητα ήδη από το 1974- προσέβλεπε στη θέση του ΠτΔ. Η συγκεκριμένη βούλησή του έγινε πιο φανερή στην επακόλουθη συνταγματική αναθεώρηση, όπου καθιερώθηκαν τα γνωστά προνόμια-«υπερεξουσίες» για τον αρχηγό του κράτους[24].

Τρίτον, για κομματικούς λόγους. Όποιες κι αν ήταν οι προσωπικές βλέψεις του πρωθυπουργού σχετικά με το πολιτειακό ζήτημα, η τήρηση ουδετερότητας υπαγορεύτηκε από την ανάγκη διατήρησης της συνοχής της Ν.Δ. Ως επικεφαλής της ευρύτερης πολιτικής παράταξης από τους κόλπους της οποίας η φιλοβασιλική μερίδα σταθερά αντλούσε τα ερείσματά της, ο Καραμανλής αρνούμενος να αποκαλύψει την προσωπική του προτίμηση και επιβάλλοντας στο κόμμα του την υιοθέτηση αντίστοιχης στάσης κατόρθωσε να αποσυνδέσει το πολιτειακό ζήτημα από τις ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες[25]. Συνεπώς, μέσω της ουδέτερης γραμμής δεν μπόρεσαν να εκδηλωθούν ούτε οι βουλευτές που παραδοσιακά υποστήριζαν το παλάτι. Άλλωστε, κάθε άλλη απόφαση πλην της ουδετερότητας ή θα διασπούσε τη Ν.Δ. ή θα υποχρέωνε την κυβέρνηση σε παραίτηση, εφόσον το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από την επίσημη θέση της[26].

Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των δημοψηφισμάτων της χώρας, που η κυβέρνηση δεν πήρε θέση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Η ουδετερότητα αυτή λειτούργησε δυσμενώς προς το μοναρχικό θεσμό και συνέβαλε στην καθολική αποδοχή του αποτελέσματος, κάτι που επίσης συνέβαινε για πρώτη φορά[27]. Η ουδέτερη στάση όμως υπήρξε ενμέρει φαινομενική, διότι οι νεοσύστατες τοπικές κομματικές οργανώσεις και νεολαίες της Ν.Δ. είχαν λάβει κεντρική εντολή να προπαγανδίσουν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Μάλιστα, σε διάφορες περιοχές της χώρας έγινε ρίψη προκηρύξεων με φωτογραφία του πρωθυπουργού και παλαιότερη δήλωσή του, στην οποία φέρεται να έχει πει ότι «όλα τα κακά στην Ελλάδα προέρχονται από τα λάθη του θρόνου», αναγκάζοντας το πολιτικό του γραφείο να καταδικάσει το συμβάν[28].

Πάντως, με την αταλάντευτη και σαφή στάση του, ο Καραμανλής φρόντισε να κλείσει οριστικά το ζήτημα που ταλάνιζε τη χώρα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν, χωρίς να διαιωνίσει το διχασμό, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα δεν ταυτίστηκε με την επιβολή μιας συγκεκριμένης παράταξης έναντι της άλλης. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός και η Ν.Δ. ξέκοψαν από την παλαιά δεξιά «χωρίς τραυματικούς διχασμούς αλλά με μικρές -αισθητές ωστόσο- “εκδορές”»[29],[30].

2.3.3. Η θέση των άλλων κομμάτων
Τα υπόλοιπα κόμματα πήραν ξεκάθαρη θέση εναντίον του μοναρχικού θεσμού και της δυναστείας των Γλύξμπουργκ. Ειδικότερα, ο ηγέτης της Ε.Κ.-Ν.Δ. Γεώργιος Μαύρος επρόκειτο να μιλήσει μέσω του κρατικού δικτύου τηλεόρασης στις 27 Νοεμβρίου, προκειμένου να υπερθεματίσει για την αβασίλευτη δημοκρατία. Ωστόσο, αποφασίστηκε σε διακομματική σύσκεψη να μη μετάσχουν στην «προεκλογική» εκστρατεία αρχηγοί πολιτικών παρατάξεων[31].

Αντιθέτως, στο πλευρό του Κωνσταντίνου βρέθηκε μόνο η Εθνική Δημοκρατική Ένωση, με επικεφαλής τον Πέτρο Γαρουφαλιά. Η συγκεκριμένη παράταξη, η οποία είχε μείνει εκτός Βουλής στις προηγηθείσες εκλογές και στέγαζε βασιλόφρονες, χουντικούς και άλλες υπερσυντηρητικές δυνάμεις, τάχθηκε με μαχητικότητα υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας.

2.3.4. Η αντιμοναρχική πτέρυγα
Στις 20 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε στην Αθήνα η πρώτη επιτροπή δημοκρατικού αγώνα. Ο χρόνος μέχρι το δημοψήφισμα ήταν ελάχιστος, ενώ τα χρήματα για την οργάνωση της αντιμοναρχικής πτέρυγας προέρχονταν ως επί το πλείστον από εισφορές δημοκρατικών πολιτών[32].

Πρωτοστάτες στη μάχη κατά του στέμματος υπήρξαν εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής, των τεχνών και της επιστήμης, μεταξύ των οποίων οι Μάριος Πλωρίτης, Λεωνίδας Κύρκος, Γεώργιος Κουμάντος, Φαίδων Βεγλερής[33], Αλέκος Παναγούλης και Κώστας Σημίτης. Με τις δημόσιες τοποθετήσεις τους τόσο στην τηλεόραση όσο και στις εφημερίδες προσέδωσαν το κατάλληλο ιδεολογικό υπόβαθρο στην αντιπαράθεση του δημοψηφίσματος. Ανέδειξαν με σαφήνεια και πειστικότητα στο μέχρι τότε ανεπαρκώς πληροφορημένο κοινό, αφενός, πόσο επιζήμιος και αναχρονιστικός ήταν ο βασιλικός θεσμός και, αφετέρου, εστίασαν στην αναξιοπιστία και το βεβαρυμένο ιστορικό μητρώο του ίδιου του Κωνσταντίνου[34]. Συγκεκριμένα, ο Πλωρίτης, ο οποίος είχε ασκήσει εντονότατη κριτική κατά του παλατιού και στη διάρκεια της «Αποστασίας» του 1965, επιλέχθηκε να πραγματοποιήσει την πρώτη τηλεοπτική ομιλία στις 28 Νοεμβρίου[35] δίνοντας τον τόνο του αντιμοναρχικού αγώνα:

Προχθές το βράδυ σας μίλησε ο απόγονος μιας ξένης δυναστείας, εκλιπαρώντας την ψήφο σας για τη βασιλεία – δηλαδή, για τον εαυτό του, για τα παιδιά του, για τη δυναστεία του. Σήμερα, σας μιλεί ένας απλός πολίτης, ένας από σας, ζητώντας την ψήφο σας για τη δημοκρατία, δηλαδή για σας τους ίδιους, για τα παιδιά τα δικά σας, για την Ελλάδα. (…)
Ένας ξένος συγγραφέας λέει πολύ σωστά: «Οι σύγχρονοι βασιλείς μοιάζουν με σκωληκοειδείς αποφύσεις. Όταν κάθονται φρόνιμοι, είναι άχρηστοι• όταν γίνονται ενοχλητικοί, επιβάλλεται η “αφαίρεσή” τους, που είναι πάντα “επικίνδυνη”». Ύστερα από τις αδιάκοπες “ενοχλήσεις” και αναταραχές, που έχει προκαλέσει η βασιλεία στην Ελλάδα, ύστερα από τους γύψους και τα χειρουργικά τραπέζια της επταετίας, οι Έλληνες δεν μπορούμε να ανεχθούμε νέες περιπέτειες και νέες “εγχειρίσεις”. (…)
Οι βασιλείς έχουν μια πολύ ευγενή μέθοδο για να περιφρονούν τη λαϊκή θέληση: ονομάζεται “διαφωνία”. Όπως ο Κωνσταντίνος κατάργησε τον Παπανδρέου το 1965 διαφωνώντας μαζί του, έτσι ακριβώς είχε καταργήσει ο πατέρας του τον Κ. Καραμανλή το 1963, έτσι είχε καταργήσει ο παππούς του τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έτσι είχε καταργήσει και ο προπάππος του το Χαρίλαο Τρικούπη. (…)
Πολύ δίκαια είχε πει ο κ. Καραμανλής το Δεκέμβριο του 1967: «Όλα τα κακά στην Ελλάδα προέρχονται από τα λάθη του θρόνου». Έστω κι αν η λέξη “λάθη” αποτελεί το άκρον άωτον της επιείκειας… (…)
Σας μίλησε, τέλος, ο Κωνσταντίνος για τον πόνο της εξορίας, για τον καημό του να γυρίσει στον τόπο του, όπου βρίσκεται το σπίτι του, το σπίτι των παιδιών του και οι τάφοι των προγόνων του. Και είναι εκείνος που έμεινε, έξι ολόκληρα χρόνια, αμίλητος, όταν ο τόπος του στέναζε κάτω από την πιο χυδαία τυραννία. Είναι εκείνος που σώπαινε, όταν χιλιάδες Έλληνες στέλνονταν εξορία στην κόλαση της Γυάρου και της Λέρου. Είναι εκείνος που έμεινε βουβός, όταν τα παιδιά τα δικά μας σφαγιάζονταν στο θυσιαστήριο του Πολυτεχνείου. Είναι εκείνος που έμεινε απαθής, όταν εκατοντάδες τάφοι άνοιγαν για να δεχτούν τους νέους μας, που δεν έχουν γαλάζιο αίμα αλλά αίμα ελληνικό. Και είναι εκείνος που εσίγησε και πάλι, όταν στην Κύπρο σκάβονταν χιλιάδες άλλοι τάφοι για τα θύματα του πραξικοπήματος και της εισβολής, που ήταν έργο των προστατευομένων του. Και δεν μπορούσε να μη σιωπήσει. Γιατί και η επτάχρονη τυραννία και η σφαγή του Πολυτεχνείου και η τραγωδία της Κύπρου είναι τα τερατώδη παιδιά της δικτατορίας. Και η δικτατορία είναι το θετό και αντάξιο παιδί του Κωνσταντίνου.
Φίλοι μου. Όταν την Κυριακή θα φθάσετε στην κάλπη, πάνω απ’ τον ώμο σας θα στέκουν οι σκιές μυριάδων Ελλήνων, που πέθαναν για την ελευθερία αυτού του τόπου. Ο αγώνας των περισσότερων απ’ αυτούς προδόθηκε ξανά και ξανά – και το κυριότερο όργανο της προδοσίας ήταν ο θρόνος, που μεταμόρφωνε τα κατορθώματα των αγωνιστών σε προνόμια της ιθαγενούς και ξένης ολιγαρχίας. Στο χέρι σας είναι να μην προδώσετε μεθαύριο, κι εσείς, τους νεκρούς μας και τις θυσίες τους.[36]

Όπως κατέστη κατανοητό, ο συγγραφέας προσπάθησε και μάλλον κατόρθωσε να ανασκευάσει τα όποια επιχειρήματα του Κωνσταντίνου κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στα έργα των προκατόχων του, ενώ παράλληλα κατέκρινε τη σιωπηλή στάση του ίδιου του βασιλιά σε μια πλειάδα σημαντικών και ολέθριων γεγονότων για τη χώρα.

Ακολούθησε στις 29 Νοεμβρίου ο λόγος του Κύρκου υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας μέσω της τηλεόρασης και του Σημίτη στις 3 Δεκεμβρίου[37]. Η ομιλία του μετέπειτα πρωθυπουργού της χώρας υπήρξε η πιο πολυσυζητημένη, καθώς το Ε.Ι.Ρ.Τ. προέβη σε λογοκρισία ορισμένων κομματιών της. Ο Σημίτης ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πρώτος πολίτης μιας χώρας πρέπει να είναι πρόσωπο που έχει αναδειχθεί από τη δουλειά και τους πολιτικούς αγώνες του. Διαβάσαμε ότι ο Κωνσταντίνος ξέρει καράτε, δηλαδή να παίζει ξύλο. Για τις σπουδές του δεν ακούσαμε τίποτα. (…) Το δημοκρατικό του πάθος άναψε αφού τον έδιωξαν, αφού σταμάτησε η βασιλική χορηγία. Για επτά χρόνια ο δήθεν πρώτος αντιστασιακός εισέπραττε κάθε μέρα γύρω στις τριάντα χιλιάδες δραχμές, ενώ οι εξόριστοι και φυλακισμένοι έπαιρναν δεκαεφτά δραχμές. (…) Ο Κωνσταντίνος έδειξε στους δημοσιογράφους την οικογένειά του. Η δημοκρατική παράταξη σας καλεί να αναπολήσετε τις οικογένειες των εξορίστων, τα παιδιά των φυλακισμένων, τους γονείς εκείνων που σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο, τους πρόσφυγες στην Κύπρο. Η δυστυχία τους είναι δημιούργημα και του Κωνσταντίνου».

Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα τελικώς απαλείφθηκαν από την προβληθείσα ομιλία, διότι θεωρήθηκε από τον υφυπουργό Προεδρίας ότι στρέφονταν εναντίον του προσώπου του μονάρχη και όχι του θεσμού, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό και τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί κατά τη διακομματική σύσκεψη[38]. Δύο ημέρες πριν από το δημοψήφισμα και αμέσως μετά το διάγγελμα του Κωνσταντίνου, ήταν η σειρά του Κουμάντου να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό. Ο τελευταίος ομιλητής της αντιμοναρχικής παράταξης και σφοδρός πολέμιος του παλατιού αναρωτήθηκε σκωπτικά:

Όταν για κάθε αξίωμα του Κράτους, πρέπει να διαλέγονται οι πιο κατάλληλοι, εκείνοι που έχουν τα περισσότερα προσόντα και τις περισσότερες ικανότητες, ποια λογική επιτρέπει για το ανώτερο απ’ όλα τα αξιώματα, το αξίωμα του Ανωτάτου Άρχοντος -όπως λένε- ή του Αρχηγού του Κράτους, να μην εκλέγεται κατά κάποιο τρόπο, ο καλύτερος, αλλά να το παίρνει αυτόματα όποιος έτυχε να γεννηθεί γιος του προηγούμενου Αρχηγού. Σκεφθήτε να εφαρμοζόταν αυτό το σύστημα αναδείξεως και σ’ άλλα αξιώματα – κι αν το σύστημα είναι σωστό, γιατί να μην εφαρμοσθή; Ο γιος του υπουργού θα γινόταν αυτόματα και κατ’ ευθείαν υπουργός, ο γιος του στρατηγού στρατηγός – μόλις θα πέθαιναν οι πατέρες τους. (…)
Μα είδατε κανένα κράτος, είδατε κανένα λαό, να καλείται σήμερα ή στα τελευταία δέκα ή στα τελευταία εκατό χρόνια ή ποτέ στην ιστορία, να καλείται να διαλέξει ανάμεσα στη βασιλεία και στη δημοκρατία, και να διαλέγει τη βασιλεία; Είναι δυνατόν να καταντήσουμε εμείς οι Έλληνες μόνοι μας, τον εαυτό μας, φαινόμενο πολιτικής ανικανότητας μοναδικό μέσα στην παγκόσμια ιστορία; Βεβαίως, υπάρχουν ακόμα μερικά κράτη στον κόσμο που έχουν βασιλεία. Γιατί βρέθηκε ριζωμένη από τους αιώνες και γιατί κατάφερε να μη δημιουργήσει προβλήματα. Αν δημιουργούσε ή αν έφτανε, για όποιον λόγο, να γίνει κι εκεί δημοψήφισμα, δημοκρατία θα ψηφιζόταν κι εκεί.[39]

Αξίζει να σημειωθεί ότι χωρίς την ήρεμη δύναμη του ελαφρά ειρωνικού λόγου του Κουμάντου, «η αίσια έκβαση εκείνου του δημοψηφίσματος δεν ήταν εξασφαλισμένη»[40]. Συνολικά, η αντιβασιλική ρητορεία που αρθρώθηκε τότε από πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς και καλλιτέχνες ήταν όχι μόνο μομφή κατά του Κωνσταντίνου προσωπικά αλλά και μια ευρύτερης εμβέλειας υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών και ιδεών.

2.3.5. Οι βασιλόφρονες και ο Κωνσταντίνος
Το έναυσμα για την έναρξη του «προεκλογικού» αγώνα δόθηκε από τον ίδιο το βασιλιά, μέσα από το δεκάλεπτο μαγνητοφωνημένο μήνυμά του που μεταδόθηκε στην τηλεόραση. Στις 26 Νοεμβρίου ο Κωνσταντίνος, από το Λονδίνο όπου βρισκόταν, δήλωσε ότι σέβεται απόλυτα τη λαϊκή κυριαρχία και ότι είχε συναίσθηση των ευθυνών του «όπως απορρέουν από την σύγχρονον δημοκρατικήν αντίληψιν περί βασιλείας». Σημείωσε ακόμη ότι είχε πρωτοστατήσει στην αντίσταση κατά της χούντας, με το κίνημα του Δεκεμβρίου 1967 και ότι βρισκόταν στο εξωτερικό ακριβώς λόγω της στάσης του αυτής[41].

Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του μονάρχη και των φίλα προσκείμενων σε αυτόν, δεν του επιτράπηκε η επιστροφή στη χώρα -κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων- προτού υπάρξει μια αυθεντική λαϊκή ετυμηγορία. Ιδίως, ο Καραμανλής πίστευε ότι μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε σύγχυση και αναταραχή, διότι μπορεί να είχε διχαστικές συνέπειες σε ένα λαό που μόλις είχε βγει από τα δεινά της επτάχρονης δικτατορίας[42],[43].

Επομένως, η κινητοποίηση των οπαδών του βασιλικού θεσμού ήταν απαραίτητη, από τη στιγμή που ο μονάρχης απουσίαζε και δεν μπορούσε να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο. Στην Αθήνα σχηματίστηκε η «Κίνησις Επιστημόνων προς αποκατάστασιν Βασιλευομένης Δημοκρατίας», η οποία αποτελούνταν από επιστήμονες διάφορων κλάδων και αποφοίτους ξένων πανεπιστημίων[44].

Η εν λόγω οργάνωση προσπάθησε μέσω ανακοινώσεων στον τύπο, πολιτικών συγκεντρώσεων και εξορμήσεων στην ύπαιθρο, να ενημερώσει τους Έλληνες για τα πλεονεκτήματα της βασιλευόμενης δημοκρατίας και τη σταθερότητα που θα προσέδιδε η παρουσία του μονάρχη στη χώρα. Με τη διακήρυξή της στις 29 Νοεμβρίου ζητούσε τη στήριξη στο πρόσωπο του βασιλιά τόσο εκ μέρους των συντηρητικών όσο και από τους φιλελεύθερους κεντρώους, αλλά και τους «εντίμους και πατριώτας αριστερούς»[45]. Μικρότερη απήχηση είχε η «Πανελλήνιος Κίνηση Βασιλευόμενης Δημοκρατίας».

Το μοναρχικό θεσμό και τον εγγυητικό ρόλο του Κωνσταντίνου υπερασπίστηκε στην ομιλία του στο Ε.Ι.Ρ.Τ. ο αντιστράτηγος ε.α. Τζανετής στις 2 Δεκεμβρίου, ενώ την τηλεοπτική αντιπαράθεση έκλεισε ο ίδιος ο βασιλιάς με μήνυμα που απηύθυνε στους Έλληνες στις 6 Δεκεμβρίου. Στον τελικό λόγο του πριν το δημοψήφισμα επισήμανε μεταξύ άλλων:

Όπως όλοι γνωρίζετε, κατά την προσπάθειάν μου να απαλλάξω την Χώρα από την δικτατορία, ευρέθην, μακράν της Ελλάδος. Από τότε ουδ’ επί στιγμήν έπαυσα να φροντίζω με κάθε μέσον και να αγωνίζομαι με όλας τας δυνάμεις μου δια την πολιτικήν απελευθέρωσιν της Πατρίδος. Σείς θα κρίνετε αν εξετέλεσα το καθήκον μου. (…)
Ήτο φυσικό, όπως και τόσοι άλλοι εξόριστοι συμπατριώται, να επιστρέψω εις την Πατρίδα την επομένην της καταρρεύσεως του δικτατορικού καθεστώτος, εναντίον του οποίου επρωτοστάτησα και ηγωνίσθην. Αλλά ειδικαί περιστάσεις επέβαλαν την παράτασι της εξορίας μου. (…)
Αρχή μου είναι η ισότης και η ισοτιμία των πολιτών έναντι του νόμου. Διά τον Βασιλέα δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν πολίται πρώτης και δευτέρας τάξεως, αφού, ως εκ της φύσεως και του προορισμού του, ο βασιλικός θεσμός αγκαλιάζει χωρίς διάκρισι πλειοψηφίας και μειοψηφίας, τους πολλούς και τους ολίγους, τους δυνατούς και τους αδυνάτους. (…)
Συμπατριώται μου. Απευθύνομαι από την ξενητειά προς όλους, τους μεγαλύτερους, τους συνομηλίκους μου και τους νεωτέρους και τους καλώ εις κοινούς αγώνας διά το καλόν της ενδόξου Πατρίδος μας. Ευρίσκομαι εις την υπηρεσίαν της Ελλάδος. Ό,τι και αν συμβή, θα την υπηρετώ και θα την υπερασπίζωμαι με αυτοθυσία, με αυταπάρνησι και με λατρεία. Είναι ο τόπος μου και το σπίτι μου. Η Πατρίδα και το σπίτι των παιδιών μου. Εκεί είναι οι τάφοι του πατέρα μου και των προγόνων μου.[46]

Εύλογη υπήρξε η προσπάθεια του Κωνσταντίνου να επικαλεστεί το συναίσθημα του λαού μέσω των μελοδραματικών εκκλήσεων για τους τάφους των προγόνων του[47]. Δοκίμασε να αναδείξει ένα μετριοπαθές και οικείο πρόσωπο στα μάτια των Ελλήνων, αλλά ήταν τέτοια η φθορά του θεσμού που δεν άφηνε περιθώρια για μεταστροφή της κοινής γνώμης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο φιλομοναρχικό χώρο κυκλοφορούσαν πολλές φωτογραφίες με τη βασιλική οικογένεια σε στιγμές μεγαλείου, από τις οποίες σταθερά απουσίαζε το πρόσωπο της Φρειδερίκης[48]. Επίσης, ο ίδιος ο βασιλιάς απέφευγε συστηματικά στις ομιλίες του να αναφερθεί στη μητέρα του, τόσο για να αναδείξει την αυτονομία της προσωπικότητάς του όσο και για να μην επαναφέρει στη μνήμη των Ελλήνων τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος.

Άλλωστε, αλγεινή εντύπωση προκάλεσαν οι φήμες για τη χρηματοδότηση της «προεκλογικής» εκστρατείας των φιλοβασιλικών οργανώσεων από πηγές αμφίβολης προέλευσης. Εφημερίδες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, όπως και μερίδα του ξένου τύπου, υποστήριξαν ότι η βασιλική καμπάνια ενισχύθηκε με ιλιγγιώδη ποσά ύψους 3,5 εκατ. δολαρίων, τα οποία προήλθαν από «ισχυρούς κύκλους των παρασκηνίων (εφοπλιστές κ.ά.)» του Λονδίνου και από το Σάχη της Περσίας[49]. Οι διαψεύσεις εκ μέρους των βασιλοφρόνων δεν φάνηκαν ιδιαίτερα πειστικές[50].

2.4. Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974
2.4.1. Η επιλογή των ψηφοδελτίων
Κατά την ημέρα του δημοψηφίσματος, οι Έλληνες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ψηφοδέλτια: το ένα χρώματος καφέ, το οποίο ανέγραφε «ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και το άλλο πράσινης απόχρωσης, με την ένδειξη «ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».

Οι συγκεκριμένες επιλογές είχαν προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από αμφότερες τις πλευρές. Οι μεν βασιλόφρονες διαμαρτυρήθηκαν για το χρώμα των ψηφοδελτίων θεωρώντας δυσμενέστερη την επιλογή του καφέ έναντι του πράσινου, που λογίζεται ως «χρώμα της ελπίδας». Οι δε αντιμοναρχικοί εξέφρασαν αντιρρήσεις ως προς τους αναγραφόμενους όρους στα ψηφοδέλτια, διότι και τα δύο περιείχαν τη λέξη «δημοκρατία». Με τον τρόπο αυτό, πίστευαν ότι διοχετευόταν το λανθασμένο μήνυμα στους ψηφοφόρους ότι το πολίτευμα θα ήταν δημοκρατικό, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Συνεπώς, πολλοί δημοκρατικοί πολίτες εξέφρασαν τη δυσφορία τους, καθώς έκριναν ότι διακύβευμα του δημοψηφίσματος δεν ήταν μόνο η μορφή αλλά η ίδια η ουσία του πολιτεύματος – ο κοινοβουλευτικός ή μη χαρακτήρας του[51].

Εντονότερη στο συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξε η αντίδραση του Κ.Κ.Ε., το οποίο λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος υπογράμμιζε: «Καλούμε το λαό να μην κάνει σύγχυση ανάμεσα στις όχι σαφείς διατυπώσεις των ψηφοδελτίων για Βασιλευομένη και Αβασίλευτη Δημοκρατία. Να προσέξει. Και να ρίξει στις κάλπες μόνο το ΠΡΑΣΙΝΟ ψηφοδέλτιο»[52].

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η χρησιμοποίηση των έγχρωμων ψηφοδελτίων δημιούργησε προηγούμενο και αποτέλεσε επιχείρημα στη φαρέτρα όσων υποστήριζαν τη νομιμότητα της διαδικασίας στην εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη ως ΠτΔ, το 1985[53].

2.4.2. Το τελικό αποτέλεσμα
Στις 8 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε μέσα σε πρωτοφανή τάξη το δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ψήφισε το 69,18% (3.245.111 ψήφοι) των Ελλήνων, ενώ υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας ψήφισε το 30,82% (1.445.875 ψήφοι). Το ποσοστό της αποχής αυξήθηκε σε σχέση με τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου -που ήταν 20%- φτάνοντας στο 25,5%.

Πρωταθλήτρια στη μάχη υπέρ της αβασίλευτης ήταν η Κρήτη, όπου σχεδόν το 90% του πληθυσμού ψήφισε εναντίον του βασιλιά. Σε 36 εκλογικές περιφέρειες το αντίστοιχο ποσοστό ήταν της τάξεως του 60-70%, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά, όπου άγγιξε το 80%[54].

Ωστόσο, η βασιλευόμενη έφτασε στην Πελοπόννησο και τη Θράκη περίπου το 45%. Τα «κάστρα» του μονάρχη υπήρξαν οι εκλογικές περιφέρειες της Λακωνίας (59,52%) και της Ροδόπης (50,54%), και ακολούθησαν με υψηλά ποσοστά η Μεσσηνία, η Ηλεία και η Αργολίδα[55].

Παρατηρώντας τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος κατά περιοχές είναι εύκολα διαπιστώσιμο το γεγονός ότι τα ποσοστά υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας ήταν υψηλότερα στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές, όπου ήταν αντίστοιχα χαμηλότερο το επίπεδο μόρφωσης των πληθυσμών. Η πτώση των φιλομοναρχικών ποσοστών ξεκίνησε να διαφαίνεται στα μικρά και μεσαία αστικά κέντρα, και εντάθηκε περαιτέρω στις μεγαλουπόλεις και στην περιφέρεια της πρωτεύουσας[56].

Τα αποτελέσματα εκφωνήθηκαν από τον ηθοποιό Αλέξανδρο Αντωνόπουλο στο Ε.Ι.Ρ.Τ. και έγιναν δεκτά με έξαλλους πανηγυρισμούς από τον ελληνικό λαό[57].

2.4.3. Οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών
Μετά την ανακοίνωση των τελικών αποτελεσμάτων, οι πολιτικοί ηγέτες προέβησαν σε διθυραμβικές δηλώσεις εκφράζοντας την ικανοποίησή τους. Ο Καραμανλής σε τηλεοπτικό διάγγελμά του σημείωσε: «Το Πολιτειακό υπήρξε κατά το παρελθόν αντικείμενον οξυτάτων κομματικών ανταγωνισμών, που έβλαψαν τα συμφέροντα του έθνους (…) και συνεδέθη με τις πιο δραματικές εθνικές κρίσεις του τόπου μας. (…) Ο λαός απεφάνθη για πρώτη φορά ελεύθερος και ανεπηρέαστος επί του κρισίμου αυτού θέματος. Η απόφασίς του πρέπει να γίνει ανεπιφυλάκτως σεβαστή από όλους τους Έλληνας. Και πρέπει να αναγνωρίσουν όλοι ότι ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού»[58].

Ο Μαύρος επισήμανε πως «δεν υπάρχουν νικηταί και ηττημένοι. Νικητής είναι ο λαός. Με την ετυμηγορία του εξησφάλισε την ενότητα των Ελλήνων, την εθνική μας ανεξαρτησία και έθεσε οριστικό τέρμα στους παράγοντες της φοβίας, του διχασμού και των εξωσυνταγματικών παρεμβάσεων στο δημόσιο βίο». Ο Παπανδρέου τόνισε ότι «με την ψήφο του, ο λαός κέρδισε τον πρώτο μεγάλο σταθμό στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Άνοιξαν επιτέλους οι λεωφόροι που θα οδηγήσουν σε μια Ελλάδα που ν’ ανήκει στους Έλληνες». Εξάλλου, ο Ηλιού υποστήριξε ότι «η νίκη στο δημοψήφισμα υπαγορεύει τη δημοκρατική ενότητα και τη συσπείρωση όλου του λαού»[59].

Από την πλευρά του, ο τέως βασιλιάς -ενώ αρχικά ήταν άφαντος[60]– δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και δήλωσε με πικρία: «Προέχει η εθνική ενότης χάριν της ομαλότητος, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας. Εύχομαι ολοψύχως οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψεν από την χθεσινήν ψηφοφορίαν»[61].

Αξιοσημείωτη ήταν και η μεταγενέστερη ατυχής αντίδραση του Μητσοτάκη, ο οποίος στις 4 Φεβρουαρίου 1988, μιλώντας στους ξένους ανταποκριτές στο Λονδίνο, ανέφερε σχετικά με το ζήτημα: «Το τι έγινε το 1974 είναι ένα θέμα που θα το κρίνει η ιστορία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν άδικο το δημοψήφισμα, με την έννοια ότι ο τότε ακόμα βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει εκστρατεία για το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και ήταν υποχρεωμένος να μείνει στο Λονδίνο. Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτό είναι ένα θέμα που θα το κρίνει η ιστορία»[62]. Χρησιμοποιώντας την περίφημη λέξη «unfair» ο τότε αρχηγός της Ν.Δ. προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στο εσωτερικό του κόμματός του και ποικίλες αντιδράσεις στην κοινή γνώμη. Ανέδειξε, ωστόσο, τη διαχρονικά καλή σχέση του με το παλάτι και φάνηκε συνεπής με την προηγούμενη στάση του στα «Ιουλιανά».

2.4.4. Μετά το δημοψήφισμα
Η πρώτη μεταδικτατορική Βουλή συνήλθε στις 9 Δεκεμβρίου και εξέλεξε πρόεδρό της με 214 ψήφους τον βουλευτή της Ν.Δ. Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου.

Δέκα ημέρες μετά το δημοψήφισμα εκλέχθηκε προσωρινός ΠτΔ ο βουλευτής επικρατείας της Ν.Δ. και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχαήλ Στασινόπουλος, ο οποίος έλαβε 206 ψήφους σε σύνολο 291 ψηφισάντων βουλευτών. Ο Στασινόπουλος προτάθηκε από τον Καραμανλή, έπειτα από την άρνηση του Κανελλόπουλου, ως υπερκομματικός και ελέω της αντιδικτατορικής στάσης του[63]. Στο πρόσωπο του άτεγκτου αυτού δικαστή και παρά τις αντιδράσεις των αντιπολιτευτικών κομμάτων, κυρίως λόγω της διαδικασίας και της διακοσμητικής παρουσίας του ως προσωρινού ΠτΔ, ο κόσμος χαιρέτησε την «παλινόρθωση» του αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μετά από σαράντα χρόνια[64].

3. Επίμετρο

3.1. Ο ρόλος των προσώπων
Σε κάθε κρίσιμη καμπή της ιστορίας, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές των βασικών πρωταγωνιστών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της σημασίας των προσώπων στην ιστορική εξέλιξη δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλο από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την καίρια στάση του στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου. Μέσω της τήρησης ουδέτερης γραμμής -και της επιβολής της προς την παράταξή του- ο τότε πρωθυπουργός κατόρθωσε να θεωρηθεί η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ομόφωνα άψογη και θεσμικά αδιάβλητη, όσο καμία ανάλογη διαδικασία στην ελληνική πολιτική ιστορία.

Αξίζει όμως να αναρωτηθεί κανείς ποιο θα ήταν άραγε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην υποθετική περίπτωση που ο Καραμανλής έπαιρνε ανοιχτά θέση κατά του βασιλιά[65]. Σύμφωνα με την κοινή λογική, τα ποσοστά της αβασίλευτης δημοκρατίας ενδέχεται να ήταν ακόμα υψηλότερα, αλλά η διακύβευση μιας τέτοιας συναισθηματικής απόφασης μπορεί να απέβαινε εν τέλει σε βάρος της μεταπολιτευτικής ομαλότητας. Επίσης, εύλογα κάποιος διερωτάται ποια μπορεί να ήταν η εξέλιξη της Μεταπολίτευσης και εν συνεχεία η διευθέτηση του πολιτειακού ζητήματος, αν τον Ιούλιο του ’74 αναλάμβανε τον πρωθυπουργικό θώκο κάποιος εκ των Κανελλόπουλου ή Μαύρου, για παράδειγμα;

Ωστόσο, τα ερωτήματα αυτά μόνο ως αφορμή για συζήτηση μπορούν να τεθούν. Αναδεικνύουν πάντως το ρόλο και τη σημασία των προσώπων στη διαμόρφωση των ιστορικών και πολιτικών εξελίξεων[66]. Εν προκειμένω, ο Καραμανλής με την επιλογή της ουδετερότητας στο δημοψήφισμα, όπως και με τη μετέπειτα καταδίκη των πραξικοπηματιών καθώς και το μετριασμό των ποινών τους, κατάφερε αφενός να παραμερίσει τα δύο κέντρα εξουσίας της προδικτατορικής Ελλάδας -το στρατό και το παλάτι- χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις και αφετέρου να στερήσει το έδαφος από ένα υπολογίσιμο αντισυστημικό ακροδεξιό κόμμα, θέτοντας τις βάσεις για ένα μετριοπαθές δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα[67]. Με τον τρόπο αυτό, εξήντα σχεδόν χρόνια αφότου τέθηκε με τον Εθνικό Διχασμό και από τότε επανερχόταν συνεχώς στην επικαιρότητα, το πολιτειακό ζήτημα λύθηκε οριστικά και αμετάκλητα.

3.2. Η σημασία των Μ.Μ.Ε.
Εκτός των άλλων, η πτώση της χούντας σήμανε την αναγέννηση του ελληνικού Τύπου. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας επανεκδόθηκαν εφημερίδες, οι οποίες είτε είχαν απαγορευθεί, όπως η Αυγή και ο Ριζοσπάστης, είτε είχαν αναστείλει την κυκλοφορία τους κατά την επταετή δικτατορία, όπως η Καθημερινή. Μαζί με τις υπόλοιπες αθηναϊκές εφημερίδες (Αθηναϊκή, Ακρόπολις, Απογευματινή, Βήμα, Βραδυνή, Ελεύθερος Κόσμος, Εστία και Νέα) και τις τρεις εφημερίδες που εκδίδονταν στη Θεσσαλονίκη (Ελληνικός Βορράς, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία) ανέλαβαν την πληροφόρηση του κόσμου «ιδίως στα αστικά κέντρα»[68].

Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου, όμως, αποτέλεσε την αφορμή για να δημιουργηθεί ένας έτερος πόλος ενημέρωσης των πολιτών: η τηλεόραση. Πράγματι, η τηλεοπτική εικόνα εισέβαλε δυναμικά και επηρέασε αναμφισβήτητα τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Χάρη στην εφαρμογή ενός πρωτότυπου debate, δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες να κρίνουν ιδίοις όμμασι τους εκπροσώπους των αντιμοναρχικών και των βασιλοφρόνων, καθώς και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο.

Κάπως έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση «άνοιξε» και απευθύνθηκε σε ένα ευρύτατο κοινό, το οποίο μέχρι τότε δεν ενημερωνόταν για τα πολιτικά πράγματα παρά μόνο μέσω των περιορισμένων ραδιοφωνικών εκπομπών ή των καφενειακού επιπέδου συζητήσεων. Άλλωστε, οι στήλες των εφημερίδων και τα κινηματογραφικά Επίκαιρα αποτελούσαν προνομιακό πεδίο ενημέρωσης της ισχνής μειοψηφίας των μορφωμένων και οικονομικά εύρωστων.
Από αυτή την εποχή και λόγω της σταδιακής γιγάντωσης του τηλεοπτικού θεάματος, ο ελληνικός λαός άρχισε να διαμορφώνει γνώμη κυρίως μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες για τους πολιτικούς πρωταγωνιστές, αλλά και οι τελευταίοι ξεκίνησαν πλέον να δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο φαίνεσθαι ασχολούμενοι ιδιαίτερα με το ευπαρουσίαστο της εικόνας τους[69].

3.3. Η βελούδινη Μεταπολίτευση
Συνοψίζοντας κανείς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής Μεταπολίτευσης, θα μπορούσε να την εντάξει ανάμεσα στις πιο ομαλές μεταβάσεις από αυταρχικό καθεστώς σε δημοκρατικό, παγκοσμίως. Πρόκειται ουσιαστικά «για ένα πολιτικό αριστοτέχνημα, για μια “βελούδινη μετάβαση”»[70], η οποία υπήρξε αποτέλεσμα τόσο των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών που επικρατούσαν στον τόπο όσο και των ορθών επιλογών των πρωταγωνιστών της. Σωστά υποστηρίζεται ότι πρέπει να θεωρείται σημείο αναφοράς για το δημόσιο βίο της χώρας.

Πράγματι, το πέρασμα από την «απριλιανή» δικτατορία στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία μπορεί μεν να μη σημαδεύτηκε από την ευθεία ρήξη, αλλά σε νομικό επίπεδο επέφερε ανεπανάληπτη τομή: έθεσε τις βάσεις για ένα νέο συνταγματικό ξεκίνημα απαλλαγμένο από τα δεινά του παρελθόντος. Εξάλλου, η εναλλαγή στο πολίτευμα της Ελλάδας ήταν ταχύτερη σε σχέση με τη μακρόσυρτη πορτογαλική, αλλά και συνεπέστερη από την αντίστοιχη ισπανική και τις περισσότερες λατινοαμερικάνικες, που πραγματοποιήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο και ήταν εν πολλοίς συμπεφωνημένες[71].

Τέλος, θα αποτελούσε παράλειψη να μη σημειωθεί ότι η παρουσία και η συμμετοχή του λαού στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής υπήρξε σημαντική και αδιαμφισβήτητη, χωρίς ουδέποτε να υπερβαίνει το προσήκον μέτρο. Μέσω της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι Έλληνες άνοιξαν το δρόμο προς τη δημοκρατία και ολοκλήρωσαν την πορεία αυτή με την ψήφο τους στο πολιτειακό δημοψήφισμα. Αποφθεγματικά μπορεί να επισημανθεί ότι με την κατάργηση του βασιλικού θεσμού ολοκληρώθηκε η μετάβαση στην αληθινή δημοκρατία.


(*) Η ανωτέρω εργασία παραδόθηκε γραπτώς στους διδάσκοντες καθηγητή Γ. Αναστασιάδη, επίκουρη καθηγήτρια Ι. Καμτσίδου και λέκτορα Α. Καϊδατζή, στα πλαίσια του μαθήματος της Πολιτικής Ιστορίας του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Νομικής Α.Π.Θ. για το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012.

(**) Στη συνέχεια του κειμένου, όπου δεν μνημονεύεται συγκεκριμένο έτος εννοείται το 1974.

[1] Έτσι ο Κασιμάτης, «Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975», σε: Βουλή των Ελλήνων (συλλ.), 30 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975, Τα Ελληνικά Συντάγματα από το Ρήγα έως σήμερα, Αθήνα: 2004, σ. 167 επ.

[2] Βλ. Αναστασιάδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία (1940-1986), β’ έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: 1998, σ. 128.

[3] Σύμφωνα με τον Αναστασιάδη, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας (1974-1992), Θεσσαλονίκη: 1993, σ. 16-17, «χάθηκε τότε μια ιστορική ευκαιρία να συντελεστεί ουσιαστικότερη και ταχύτερη μετάβαση προς το δημοκρατικό εκσυγχρονισμό με μια κυβέρνηση αν όχι “οικουμενική” πάντως με διευρυμένη κοινωνική βάση, μια κυβέρνηση που να εκφράζει όλες τις συνιστώσες του αντιδικτατορικού μετώπου».

[4] Βλ. μεταξύ άλλων Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: 2003, σ. 106 και Κασιμάτη, «Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975», ό.π., σ. 171-172.

[5] Το π.δ. 519 της 26ης Ιουλίου 1974 «περί χορηγήσεως αμνηστίας» παρατίθεται σε: Παντελή/Κουτσουμπίνα/Γεροζήση (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας (δεύτερος τόμος, 1924-1974), Αθήνα-Κομοτηνή: 1993, σ. 1104-1105.

[6] Θα εξαιρούνταν όμως οι διατάξεις του Συντάγματος που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος. Βούληση του Καραμανλή ήταν εξαρχής η διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολίτευμα, όπως επιβεβαιώθηκε και από τη μεταγενέστερη συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου. Η συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 παρατίθεται σε: Παντελή/Κουτσουμπίνα/Γεροζήση (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας…, ό.π., σ. 1105 επ.

[7] Η συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 παρατίθεται σε: Κασιμάτη/Μιχαλάκη/Παντελή (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: 1991, σ. 107 επ.

[8] Το ν.δ. 59 της 23ης Σεπτεμβρίου 1974 παρατίθεται σε: Κασιμάτη/Μιχαλάκη/Παντελή (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικού Δικαίου, ό.π., σ. 419-420.

[9] Ο α.ν. 509 της 27ης Δεκεμβρίου 1947 παρατίθεται σε: Παντελή/Κουτσουμπίνα/Γεροζήση (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικής Ιστορίας…, ό.π., σ. 707 επ.

[10] Το ν.δ. 53 της 20ής Σεπτεμβρίου 1974 παρατίθεται σε: Κασιμάτη/Μιχαλάκη/Παντελή (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικού Δικαίου, ό.π., σ. 741 επ.

[11] Οι συντακτικές πράξεις «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητος εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» και «περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν τη Δικαιοσύνη» της 3ης και 5ης Σεπτεμβρίου 1974 παρατίθενται σε: Κασιμάτη/Μιχαλάκη/Παντελή (επιμ.), Κείμενα Συνταγματικού Δικαίου, ό.π., σ. 95 επ. και 99 επ., αντίστοιχα.

[12] Σχετικά με την επιλογή του χαρακτηρισμού της Βουλής αυτής ως Ε’ Αναθεωρητικής, βλ. ενδεικτικά Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Ι, Θεσσαλονίκη: 1991, σ. 66 επ.

[13] Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, Γεγονότα & Κείμενα, τόμ. 8, Αθήνα: 2005, σ. 172.

[14] Η σύζευξη αυτή ολοκληρώθηκε εντέλει στις 7 Οκτωβρίου 1974 και ο προεκλογικός κομματικός σχηματισμός έλαβε την ονομασία «Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ.)».

[15] Πρβλ. Αναστασιάδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική…(1940-1986), ό.π., σ. 147, ο οποίος υποστηρίζει ότι «στην πραγματικότητα η “εκκαθάριση” των συνεργασθέντων με την Χούντα πραγματοποιήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό μόνο στα πανεπιστήμια, προφανώς κάτω και από την πίεση του φοιτητικού κινήματος».

[16] Σχετικά με το εν λόγω δίλημμα και την προέλευσή του, βλ. την ειδική έκδοση του Έθνους της Κυριακής, 16-17 Ιουνίου 2012: «Ένας αιώνας εκλογές 1920-2012», σ. 193 επ., με περαιτέρω ενδείξεις.

[17] Βλ. Κασιμάτη, «Η Μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975», ό.π., σ. 181.

[18] Contra ο Μάνεσης, όπως παρατίθεται σε: Αναστασιάδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική…(1940-1986), ό.π., σ. 150, ο οποίος χαρακτηρίζει περιστασιακή την πλειοψηφία της Ν.Δ., διότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος ωθήθηκε «να υπερψηφίσει υπό το κράτος του φόβου της επιστροφής των τανκς εκείνον τον πολιτικό ηγέτη που θα μπορούσε αντικειμενικά και υποκειμενικά να αποτρέψει την υποτροπή της τυραννίας». Συμφωνεί και ο Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Αθήνα: 2011, σ. 494, που κάνει λόγο για «έναν συντριπτικό και εν πολλοίς συγκυριακό συσχετισμό υπέρ της κεντροδεξιάς».

[19] Στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα, που ήταν προφανώς διάτρητο, το ποσοστό ψήφων υπέρ της βασιλείας ήταν 21,57%.

[20] Βλ. Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο…, ό.π., σ. 235.

[21] Σχετικά με τη σημασία των Μ.Μ.Ε. και κυρίως της τηλεόρασης, βλ. παρακάτω υπό 3.2.

[22] Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο…, ό.π., σ. 237.

[23] Εξάλλου, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να επιστρέψει ο βασιλιάς πριν το δημοψήφισμα. Σχετικά με τη στάση του αυτή και τα παράπονα των φιλομοναρχικών, βλ. παρακάτω υπό 2.3.5.

[24] Έτσι ο Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, δ’ έκδ., Αθήνα: 2008, σ. 40, ο οποίος σημειώνει ότι «στα άρθρα που αφορούσαν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όλοι έβλεπαν τη φωτογραφία του Καραμανλή».

[25] Βλ. Σβολόπουλου, «Γιατί ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε το δημοψήφισμα του ’74», Το Βήμα, 12 Δεκεμβρίου 1999, σ. Β3.

[26] Βλ. Βούλγαρη, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση, Αθήνα: 2008, σ. 73.

[27] Έτσι ο Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του…, ό.π., σ. 495.

[28] Βλ. Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο…, ό.π., σ. 252.

[29] Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, ό.π., σ. 37.

[30] Ο Σπύρος Θεοτόκης ήταν ο μοναδικός βουλευτής της Ν.Δ. που παραιτήθηκε από το αξίωμά του εξαιτίας της ουδετερότητας Καραμανλή. Αργότερα, συγκρότησε μαζί με τον Στέφανο Στεφανόπουλο την Εθνική Παράταξη (:κόμμα νοσταλγό της παλαιάς δεξιάς), που έλαβε 6,82% στις εκλογές του 1977 αυξάνοντας τότε την κυβερνητική φθορά της Ν.Δ.

[31] Βλ. Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο…, ό.π., σ. 235-236.

[32] Σχετικά με τη χρηματοδότηση της αντιβασιλικής εκστρατείας, βλ. Πλωρίτη, «Αντιβασιλικές ομιλίες», Το Βήμα, 12 Δεκεμβρίου 1999, σ. Β2.

[33] Για μια ενδελεχέστερη ματιά στην οξεία κριτική που άσκησε ο επιφανής δημοσιολόγος τόσο στην κληρονομική μοναρχία όσο και στη σιωπή του Καραμανλή, βλ. Βεγλερή, Άρθρα (1974-1981), Αθήνα-Κομοτηνή: 1982, σ. 243 επ., όπου συγκεντρώνεται η σχετική αρθρογραφία του.

[34] Βλ. Αναστασιάδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική…(1940-1986), ό.π., σ. 152.

[35] Δύο ημέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί μαγνητοφωνημένο μήνυμα του βασιλιά από το Λονδίνο.

[36] Ολόκληρη η ομιλία παρατίθεται σε: Αναστασιάδη, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία…(1974-1992), ό.π., σ. 169 επ. και Το Βήμα, 29 Νοεμβρίου 1974.

[37] Όπως επισημαίνουν στο πρωτοσέλιδό τους Τα Νέα, 9 Δεκεμβρίου 1974, οι τηλεοπτικές ομιλίες των Κύρκου και Σημίτη δεν επέδρασαν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης «επειδή είχαν κομματικό χαρακτήρα (π.χ. “το ΚΚΕ και η ΕΔΑ σας συμβουλεύουν…”, “το ΠΑΣΟΚ σας καλεί να…”) κι’ απηχούσαν δηλαδή στους οπαδούς των κομμάτων αυτών αλλ’ όχι στους ταλαντευόμενους, λόγω κομματισμού».

[38] Όσον αφορά στις απόψεις Σημίτη, Λαμπρία και Παπανδρέου, καθώς και για όλα τα λογοκριμένα κομμάτια, βλ. Ταχυδρόμο, 12 Δεκεμβρίου 1974, «Έπρεπε ή δεν έπρεπε;», σ. 16, όπου ζητήθηκε και η γνώμη των αναγνωστών του περιοδικού για το θέμα(!).

[39] Ολόκληρη η ομιλία παρατίθεται σε: Κουμάντου, Στόχος: Η Δημοκρατία, Αθήνα: 1975, σ. 115 επ.

[40] Μπέης, «+ Γιώργος Κουμάντος», Δίκη 38, 2007, σ. 1049 επ.

[41] Βλ. Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο…, ό.π., σ. 235.

[42] Οι φιλοβασιλικοί οπαδοί επέκριναν αυτή τη στάση του Καραμανλή, διότι -όπως υποστήριζαν- ο τελευταίος είχε υποσχεθεί στον Κωνσταντίνο, με τον οποίο διατηρούσε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας σε όλη την επταετία, ότι θα τον καλούσε μετά την πτώση της χούντας, προκειμένου να ορκιστεί ενώπιόν του. Τελικά, δεν συνέβη κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να βρίσκεται ακόμα εκτός Ελλάδας. Φυσικά, αν διέθετε την ελάχιστη τόλμη, θα είχε ήδη επιστρέψει από τον Ιούλιο του ’74.

[43] A contrario, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ο πρώτος κληρονομικός άρχοντας που βρισκόταν στο εξωτερικό, όταν τέθηκε ζήτημα επανόδου του. Είχαν προηγηθεί οι πρόγονοί του Κωνσταντίνος Α’ και Γεώργιος Β’ στα αντίστοιχα δημοψηφίσματα του 1920 και του 1946. Αυτό δεν τους στάθηκε όμως εμπόδιο, ώστε να επιστρέψουν μετά τα νικηφόρα για εκείνους -αν και χαλκευμένα- αποτελέσματα.

[44] Πρόεδρός της υπήρξε ο οικονομολόγος Παπαδόπουλος-Μαλεσάδας.

[45] Η Καθημερινή, 30 Νοεμβρίου 1974.

[46] Ολόκληρη η ομιλία παρατίθεται από την επίσημη ιστοσελίδα της ελληνικής βασιλικής οικογένειας σε: http://www.greekroyalfamily.gr/images/stories/eggrafa_afieromata/DIAGELMA20DIMOPSIFISMATOS201974.pdf.

[47] Όπως αναφέρουν Τα Νέα, 9 Δεκεμβρίου 1974, οι συναισθηματικά φορτισμένοι λόγοι του βασιλιά «συγκίνησαν μια μερίδα του κοινού (κυρίως γυναίκες) στην αρχή. Αλλά μετά, δημιούργησαν τις ξανάστροφες αντιδράσεις εναντίον της προσπαθείας μεταθέσεως του θέματος από ιδεολογικό σε ανθρώπινο».

[48] Βλ. Το Ποντίκι, 15 Δεκεμβρίου 2005, «31 χρόνια από το δημοψήφισμα», σ. 36.

[49] Έτσι ο Πλωρίτης, «Αντιβασιλικές ομιλίες», Το Βήμα, ό.π., σ. Β2, ο οποίος παραπέμπει σε δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας Daily Express, 26 Νοεμβρίου 1974, και ο Αναστασιάδης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία…(1974-1992), ό.π., σ. 37.

[50] Βλ. Βραδυνή, 27 Νοεμβρίου 1974.

[51] Πρβλ. την άποψη των Βερέμη/Κολιόπουλου/Χατζόπουλου, «Βασιλευομένη ή Αβασίλευτος Δημοκρατία», Η Καθημερινή, 27 Νοεμβρίου 1974.

[52] Ριζοσπάστης, 10 Δεκεμβρίου 2000.

[53] Στην επίμαχη ψηφοφορία στη Βουλή χρησιμοποιήθηκαν γαλάζια ψηφοδέλτια για όσους ψήφιζαν υπέρ του Σαρτζετάκη και λευκά για όσους διαφωνούσαν. Βλ. τη θέση του ίδιου του Σαρτζετάκη, «Περί την εκλογήν μου ως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά Μάρτιον 1985», όπως παρατίθεται από την επίσημη ιστοσελίδα του σε: http://www.sartzetakis.gr/bio/proedros8.html, ο οποίος θεωρεί «σύννομη» τη χρησιμοποίηση των έγχρωμων ψηφοδελτίων.

[54] Για τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα κατά εκλογική περιφέρεια, βλ. Ριζοσπάστη, 10 Δεκεμβρίου 1974, σ. 3 και http://el.wikipedia.org/wiki/Δημοψήφισμα_του_1974.

[55] Πρβλ. Τα Νέα, 10 Δεκεμβρίου 1974, που αναφέρουν στο πρωτοσέλιδό τους ότι «κι’ όμως έπεσαν τα κάστρα τους», όπως επίσης ότι οι φιλοβασιλικές προβλέψεις για τα αποτελέσματα «στην μεγάλη τους πλειοψηφία διεψεύσθησαν».

[56] Η διακύμανση του ποσοστού ψήφων υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας κατά περιοχές: Αγροτικές και ημιαστικές περιοχές (36,5%), Μικρά και μεσαία αστικά κέντρα (25,7%), Θεσσαλονίκη (20,0%), Περιφέρεια πρωτεύουσας (21,8%), Σύνολο χώρας (30,8%), όπως παρατίθεται σε: Βούλγαρη, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση…, ό.π., σ. 386.

[57] Βλ. το σχετικό απόσπασμα από τα Επίκαιρα της 9ης Δεκεμβρίου 1974, όπως παρατίθεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου σε: http://mam.avarchive.gr/portal/digitalview.jsp?get_ac_id=1159&thid=2234.

[58] Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο…, ό.π., σ. 254.

[59] Σχετικά με τις δηλώσεις των ηγετών της αντιπολίτευσης, βλ. Ριζοσπάστη, 10 Δεκεμβρίου 1974, σ. 7.

[60] Βλ. Τα Νέα, 9 Δεκεμβρίου 1974.

[61] Αναστασιάδης, Κοινοβούλιο και Μοναρχία στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη: 1995, σ. 150.

[62] Βλ. το σχετικό JPRS Report για τη Δυτική Ευρώπη της 28ης Απριλίου 1988, όπως παρατίθεται από την Υπηρεσία Μετάδοσης Πληροφοριών Εξωτερικού (Foreign Broadcast Information Service) σε: http://www.dtic.mil/cgi-bin/GetTRDoc?AD=ADA347786&Location=U2&doc=GetTRDoc.pdf, το οποίο επιβεβαιώνει την πολιτική «γκάφα» του Μητσοτάκη.

[63] Το 1969 η χούντα τον καθαίρεσε από τη θέση του προέδρου του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου.

[64] Βλ. Αναστασιάδη, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία…(1974-1992), ό.π., σ. 40.

[65] Πρβλ. Πλωρίτη, «Αντιβασιλικές ομιλίες», Το Βήμα, ό.π., σ. Β2, που υποστηρίζει ότι «αν ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας εκδηλωνόταν υπέρ της βασιλείας (όπως προσδοκούσαν οι ζηλωτές της), τα πράγματα θα δυσκόλευαν πολύ για εμάς, αφού, τρεις εβδομάδες νωρίτερα, τον είχε ψηφίσει το 54% των εκλογέων».

[66] Πρβλ. Αναστασιάδη, Κοινοβούλιο και Μοναρχία…, ό.π., σ. 165, ο οποίος αναφερόμενος στους πρωταγωνιστές των “Ιουλιανών”, βασιλιά Κωνσταντίνο και Γεώργιο Παπανδρέου, ισχυρίζεται ότι «τα πρόσωπα αυτά -όπως και όλα τα πρόσωπα στην ιστορία- βάρυναν σημαντικά στην διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων στο βαθμό που εκφράζαν ή εκπροσωπούσαν συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις και τάσεις. Προσέδωσαν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στα γεγονότα, είχαν όμως μια περιορισμένη κλίμακα δυνατοτήτων, καθορισμένη από τις ιστορικές διεργασίες».

[67] Βλ. Βούλγαρη, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση…, ό.π., σ. 74.

[68] Αναστασιάδης, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική…(1940-1986), ό.π., σ. 148. Σχετικά με τον Τύπο και δη τις εφημερίδες ως πηγή της ιστορίας, βλ. ιδίως Αναστασιάδη, Ιστορία των πολιτικών και συνταγματικών θεσμών, Θεσσαλονίκη: 1993, σ. 68 επ. και σ. 111 επ., με περαιτέρω ενδείξεις.

[69] Σχετικά με το ρόλο των ΜΜΕ και κυρίως της τηλεόρασης στη Μεταπολίτευση, βλ. ιδίως Κομνηνού, «Ο ρόλος των ΜΜΕ στην Γ’ Δημοκρατία: 1974-1994», σε: Λυριντζή/Νικολακόπουλου/Σωτηρόπουλου (επιμ.), Κοινωνία και Πολιτική, Όψεις της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας 1974-1994, Αθήνα: 1996, σ. 219 επ.

[70] Βούλγαρης, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση…, ό.π., σ. 68.

[71] Έτσι ο Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του…, ό.π., σ. 495.

Σχόλια»

1. Dimitris Z - 05/11/2014

Σαράντα χρόνια από το Δημοψήφισμα του 1974- Μία αποτίμηση.

Στις 8 Δεκεμβρίου 1974, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να επιλέξει την μορφή του πολιτεύματος. Και με πλειοψηφία επέλεξε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Δικαιώθηκε η επιλογή του;
Κατά το Σύνταγμα του 1975, αρχηγός του Κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο οποίος εκλέγεται από την βουλή και – με την αναθεώρηση του 1986- έχει περιορισμένες έως μηδαμηνές αρμοδιότητες.
Το Σύνταγμα του 1975 έδινε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κάποιες αρμοδιότητες ρυθμιστικές. Όμως αυτές δημιουργήθηκαν για το ενδεχόμενο που ο Κ. Καραμανλής θα γινόταν ο ίδιος Πρόεδρος.
Εξάλλου ο ίδιος ο Κ. Τσάτσος έχει γράψει ότι εξελέγη πρόεδρος με την προϋπόθεση να παραιτηθεί όποτε ο Κ. Καραμανλής θα μεταπηδούσε ο ίδιος στην Προεδρία.
Δηλαδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι δέσμιος των κομμάτων της Βουλής, αφού τα χέρια του είναι κυριολεκτικά δεμένα. Μόνο πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στην Βουλή μπορούν να προτείνουν κάποιον ως υποψήφιο πρόεδρο. Κανείς άλλος.
Ας υποθέσουμε ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι βαθιά προβληματισμένος με την γενική κατάσταση της Χώρας, και θεωρεί σκόπιμο να απευθυνθεί στον Λαό, εκθέτοντάς του τους προβληματισμούς του. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ.3).
Σε διαφορετική περίπτωση ο Πρόεδρος διαπράττει «εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος» και μπορεί να δικαστεί γι’ αυτό από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 49 του Συντάγματος).
Αν πάρουμε στη σειρά τους προκατόχους του αξιώματος, ίσως μόνο ο Κων/νος Καραμανλής να έδωσε κάποια αίγλη στο θεσμό και ο Κ. Στεφανόπουλος να ήταν κάπως δημοφιλής.
Όλοι οι υπόλοιποι μάλλον δεν είχαν το ανάστημα για να εκλεγούν ως αρχηγοί του Κράτους. Δεν μπορούσαν να ασκήσουν ούτε καν κάποια «ηθικής φύσεως» επιρροή.
Κανένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν άρθρωσε «προεδρικό λόγο». Κανείς δεν έκανε επίκληση του τύπου » είδατε τι είπε ο Πρόεδρος;», «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε … «, «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε από τους πολίτες να…».
Ακόμη χειρότερα: με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, κανένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν έδωσε στον Λαό «το καλό παράδειγμα». Ούτε έκανε έστω γενικές ηθικές παραινέσεις. Δεν ενέπνευσε ηθικά τον Λαό. Ούτε έθεσε ζητήματα.
Από το 1995 και μετά οι Πρόεδροι εκλέγονταν με μεγάλη πλειοψηφία από τη βουλή στο όνομα κάποιας κίβδηλης συναίνεσης, επειδή τις δεδομένες χρονικές συγκυρίες, απλά κανένα κόμμα δεν επιθυμούσε εκλογές.
Δεν εξελέγη κάποιο πρόσωπο με βάση την προσωπική του αξία, αλλά με κριτήριο την αποδοχή του από τις ηγετικές ομάδες των πολιτικών κομμάτων.
Και όσο οι εποχές ήταν καλές, αυτό δεν προβλημάτισε κανέναν.
Όμως από το 2010 και μετά, τέθηκε το ζήτημα στον Πρόεδρο να κάνει χρήση του δικαιώματος που έχει ώστε να αναπέμπει νόμους στην Βουλή, ή να αρθρώσει κάποιον λόγο για την όλη κατάσταση. Δεν το έκανε.
Για να μην πούμε, τι γίνεται σήμερα με τους «180». Κόμματα και πολιτικοί δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν κανέναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όχι επειδή θεωρούν κάποιον εν δυνάμει υποψήφιο ανεπαρκή, αλλά επειδή θέλουν να προκαλέσουν εκλογές.
Με αποτέλεσμα, κάποιοι να λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προτείνει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Αντώνη Σαμαρά !
Με άλλα λόγια, και για τα ίδια τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό σύστημα, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει πέσει σε ανυποληψία!
Αν λάβουμε δε υπόψη, την υφιστάμενη οικονομική συγκυρία, η ύπαρξη Προέδρου της Δημοκρατίας, αποτελεί «πολυτέλεια». Δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να αντικαταστήσει τον Βασιλέα. Και τίποτε άλλο.
Εξάλλου ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν έχει δημιουργήσει αυτό που λέμε «ιστορία» στην Ελλάδα. Ουτε εχει καποιο ιδιαιτερο κυρος. Ούτε ρίζες.
Στην Ελλάδα, το μόνο που κατάφερε ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν η «εξασφάλιση» αποτυχημένων ή «παροπλισμένων» πολιτικών προσώπων. Κανείς δεν αποτέλεσε αληθινό σύμβολο ενότητας του Έθνους, ούτε ενσάρκωσε την «συνέχεια του κράτους», ούτε συνέβαλλε σε κάτι ουσιαστικό.
Αλλά ας κάνουμε την εξής υπόθεση εργασίας:
Έστω ότι στην Ελλάδα από το 1975, ο Πρόεδρος εκλεγόταν από τον Λαό.
Ο Κων/νος Τσάτσος, ο Χ. Σαρτζετάκης, ο Κ. Στεφανόπουλος και ο Κ. Παπούλιας δεν θα ήταν ούτε καν υποψήφιοι.
Αν διεξαγόταν προεδρικές εκλογές το 1980, ο Κων/νος Καραμανλής δεν θα εκλεγόταν πρόεδρος.
Λογικά σκεπτόμενοι, έχουμε δύο ενδεχόμενα: ή να αναθεωρήσουμε εκ βάθρων το θεσμό ή να τον καταργήσουμε.
Σε κάθε περίπτωση, θα μιλάμε γιά αλλαγή πολιτεύματος.
Για να μην κάνουμε την άλλη υπόθεση εργασίας: τι θα γινόταν αν στο Δημοψήφισμα του 1974 κέρδιζε η Βασιλευομένη Δημοκρατία;


Σχολιάστε